1η Σεπτεμβρίου (1900)

1η Σεπτεμβρίου[1]

 

Ὅσοι ποταμοὶ μελάνης καὶ ἂν ἐχύθησαν, πάλιν κἄτι μένει εἰς τὸ μελανοδοχεῖον τοῦ χρονογράφου διὰ τὴν πρώτην Σεπτεμβρίου, τὴν θορυβωδεστάτην καὶ πολεμικωτάτην καὶ κονιορτοστέφανον. Ὅσα καὶ ἂν τῆς ἐτόνισαν οἱ κατὰ καιροὺς ποιηταί, πάλιν κἄτι τῆς μένει διὰ νὰ τὸ ψάλῃ κανείς. Ὁ διαβολικός της θόρυβος, ἡ ἰαχὴ καὶ ὁ σάλος καὶ τὸ πανδαιμόνιον καὶ ὁ πανζουρλισμός ἐπὶ πολὺ θὰ τροφοδοτοῦν τὸ ἀθηναϊκὸν χιοῦμορ καὶ θὰ παρέχουν ἀρκετὸν φῶς διὰ τό ἐνσταντανὲ τοῦ Ἀθηναίου χρονικέρ.

Μία τοιαύτη ἡμέρα, ὡς ἡ σημερινή, δὲν ἐξαντλεῖται εὐκόλως. Μία τρικυμία τοιαύτη, τρικυμία ἐν κρανίοις καί ἐν αἰθούσαις, δὲν περιωρίζετο εἰς μίαν μόνον βοήν καὶ εἰς μίαν ὠρυγὴν  μόνον. Ἐκβάλλει κραυγὰς μυρίας καὶ ἀφήνει τόσους ὥστε τὸ οὖς νὰ εὑρίσκῃ πάντοτε καὶ νέαν μουσικὴν καὶ νέους ἤχους καὶ ὁ ὀφθαλμός ν’ ἀπολαμβάνῃ νέων χρωμάτων.

Ἡ καρροδρομία ἡ ἀτελεύτητος τοῦ παράφρονος μηνὸς ἀπὸ ἔτους εἰς ἔτος μεταβάλλεται. Καὶ ἂν τὸ παρελθόν παρουσίαζε τὰ τρελλότερα τῶν χρωμάτων, ἐφέτος παρουσιάζει τὰς τρελλοτέρας τῶν σκηνῶν.

Ἓν πανόραμα μὲ εἰκόνας ἐναλλασσομένας μὲ χρώματα διαδεχόμενα ἄλληλα ἀκαριαίως.

Ἐννοεῖται ὅμως, ὅτι ἡ εἰκὼν εἶνε ἡ ἴδια, ἡ εἰκών, πέριξ τῆς ὁποίας πλέκονται αἱ σκηναί καὶ τὰ ἐπεισόδια.

Δηλαδή αἱ Ἀθῆναι φέρονται ἐπὶ κάρρων καὶ ἐπὶ ὤμων ἀχθοφόρων καὶ σήμερον, ὅπως ἐφέροντο καὶ πρὸ πέντε καὶ πρὸ εἴκοσι ἐτῶν.

Καὶ ὁ αὐτὸς θόρυβος δονεῖ τὴν γῆν τοῦ φωτὸς καὶ τῆς ἐλαίας.

 

∞∞∞∞∞

 

Ὀκνηροὶ ἀχαμνόοντες σύρουν τὰ μακρὰ πολύτροχα ἁμάξια.

Βαστάζοι μὲ τετραφωνικοὺς ὤμους, ξυπόλυτοι  ἄτλαντες καὶ ρακένδυτοι. Μίλωνες Κροτωνιᾶται[2] φέρουν ἐπὶ τῆς ράχεως πελώριον καθρέπτην ἢ ρευματιῶν κλειδοκύμβαλον καὶ προχωροῦν βλασφημοῦντες.

Ἡ πρωτεύουσα μετὰ τῶν περιχώρων κινεῖται, βοᾷ, γελᾷ, ὑβρίζει, διατάσσει, ἀγανακτεῖ, ἱδρώνει.

Νομίζει τις, ὅτι εὑρίσκεται εἰς ὑπαίθριον φρενοκομεῖον, ἐνῷ ἀδέσμευτοι παράφρονες ὀργιάζουν.

Εἷς ἐκεῖ τρέχει μὲ ἓν τεμάχιον γλάστρες εἰς τὸν ὦμον, εἷς ἄλλος ἀνέρχεται τὴν ὁδὸν πνευστιῶν, μὲ μίαν ραγισμένην λάμπαν εἰς τὰς χεῖρας, πολλὰ φωτίσασαν καὶ πολλὰ ἀποκαλύψασαν διὰ τοῦ φωτός τῆς κατὰ τὰς μακρὰς τοῦ χειμῶνος νύκτας. Μία κυρία, τέλειος τύπος γυρίστρας, περιπτύσσει μαλλιαρὸν –ὄχι ποιητήν– μὼψ καὶ σπεύδει εἰς συνάντησιν τοῦ κάρρου ἐφ’οὗ στιβάζονται τὰ ἔπιπλα τοῦ κοιτῶνός της οἱ μόνοι ἀψευδεῖς μάρτυρες τῶν ἐρωτικῶν τραγῳδιῶν, ὧν ὑπῆρξε θαυμαστή ἡρωΐς.

Μία γεροντοκόρη ἀκολουθεῖ ἄλλο κάρρον, μετὰ φόβου περισφίγγουσα μικρὸν στίλβοντα καθρέπτην πρὸ τοῦ ὁποίου τοσάκις ἐπλαστογραφήθη τὸ κάλλος. Ἕνα μικρὸν καθρεπτάκον, τοῦ ὁποίου τὰ βάσανα εἶνε πικρότερα τοῦ δηλητηρίου δι’ οὗ ἔχει ἀλειφθῆ ὄπισθεν. Ἓν μικρὸν στρογγυλὸν ἀπαστράπτον κάτοπτρον εἰς τοῦ ὁποίου τὰ φωσφορίζοντα βάθη εἰκοσάκις τῆς ἡμέρας εἰκονίζεται ἡ ἐρρυτιδωμένη μορφή τῆς ἀπέλπιδος ἀειπαρθένου καὶ ζητεῖ εἰς μάτην ὀλίγην νεότητα, ὀλίγην δρόσον, ἀπὸ τὸν διαρκῶς δυστροποῦντα καὶ αἰωνίως ἀρνούμενον, ἀπὸ τὸν μοχθηρὸν κρύσταλλον!

Καὶ φεύγει ἡ πρωτεύουσα ὡς ἀστραπὴ ταχεῖα

Ὡς ὥρα σταθερότητος εἰς στήθη γυναικεῖα.

 

Τῖμος

 

 

[1] Τίμος Μωραϊτίνης (Ψευδ. «ΤΙΜΟΣ»), «1η Σεπτεμβρίου», εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ», 1 Σεπτεμβρίου 1900, σελ. 1.

[2] Μίλων Κροτωνιάτης (6ος π.Χ. αιώνας), φημισμένος παλαιστής που στεφανώθηκε σε έξι Ολυμπιάδες.