1η ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ[1]
Ὁποία λυπηρὰ συναίσθησις, ποία σύσφιγξις τῆς καρδίας εἰς τὸ θέαμα τῆς βαναύσως ἀπαγομένης οἰκίας, τῶν συγκεχυμένων ἐπίπλων, ὅλου τοῦ προσφιλοῦς περιβάλλοντος, τοῦ περιπλανωμένου τώρα ἄνευ ρυθμοῦ, ἄνευ τάξεως εἰς τεμάχια ἐπὶ ἑνὸς κάρρου συγκλονουμένου…
Ἀπὸ τοῦ σπαραγμοῦ τῶν ἐπίπλων, ἀπὸ τῶν λυπηρῶν, δακρυόντων ἀποχωρισμῶν τῶν ἀψύχων, τὰ ὁποία ἐπὶ ἓν ἔτος ἔζησαν εἰς γειτονίαν, συνῆψαν γάμους ἴσως, μὲ τὸν ἴδιόν των τρόπον, ὡμολόγησαν -ἄδηλον πῶς- ἔρωτας, ἀπετέλεσαν στενὴν καὶ ἀμετάθετον οἰκογένειαν, ἐξ ὅλης ἐκείνης τῆς θλίψεως τῶν κλειδοκυμβάλων, τὰ ὁποία ἀπομακρύνονται τῶν προσφιλῶν καθεδρῶν καὶ ἀκριβάντων, οἱ ὁποῖοι στεροῦνται τὰ κομψοτεχνήματά των, ἀνέρχεται ποιὰ ἀνησυχία, ποιὰ ἀβεβαιότης περί τοῦ μέλλοντος, μελαγχολική πολύ, ἀπελπιστική.
Πῶς τὸ βλέπει κανεὶς καθαρώτερον καὶ διαρκές, χωρὶς τώρα διαλείψεις, χωρὶς πέπλον, καθώς σύνηθες –τό ἄδηλον τοῦ μέλλοντος, τόν βρυκόλακα τοῦ ἀγνώστου, ὅλην τὴν εἰρωνικὴν σκοτίαν τοῦ δρόμου, ὁ ὁποῖος ἐκτείνεται πρὸς τὰ ἐμπρός, κρύπτων τὴν τύχην μας, κυοφορῶν ἴσως τὴν δυστυχίαν, σπαρμένος μὲ πόνον.
Ἡ παλαιὰ οἰκία τουλάχιστον ἀναγιγνώσκεται εὐκόλως, δέν ἔχει κρυφὰ μυστήρια, τὴν ἀτυχίαν καὶ τὴν δυστυχίαν, τὴν ἁπλώνει ἔμπροσθεν τῶν ὀφθαλμῶν μας καὶ δὲν μᾶς διεγείρει τὴν δυσπιστίαν τοῦ ἀδήλου. Τὰ ράκη τῆς εὐτυχίας, αἱ ψυχαὶ τῶν φευγαλέων φιλημάτων, τῶν προσφιλῶν λέξεων, τῶν καλῶν ἀναμνήσεων, τὰς ὁποίας ὁπωσδήποτε θὰ διήλθωμεν εἰς τὸ διάστημα τοῦ τεμαχίου τῆς ζωῆς, ἡ ὁποία διέρρευσεν εἰς τὴν στέγην αὐτήν, μᾶς ἑλκύουν καὶ μᾶς συγκινοῦν, μᾶς ξυπνοῦν εἰς τὴν ψυχήν μὲ τοὺς δελεαστικοὺς ψιθυρισμοὺς των, μίαν χορδήν τρυφερότητος καί μελαγχολίας, ἡ ὁποία ἀρχίζει νὰ κραδαίνεται, νὰ κραδαίνεται τόσον λυπηρά, τόσον λυπητερά…
Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος εἶπε –τὸ εἶπε τάχα κανείς; – ὅτι μία μετακόμισις ἰσοδυναμεῖ μέ δύο πυρκαϊὰς εἶχε μᾶλλον δίκαιον παρὰ ἄδικον. Εἰς ὅλας τὰς Ἀθήνας, αἱ ὁποῖαι ταράσσονται ἐκ βάθρων, μετατοπίζουν ἔπιπλα καὶ κλίνας, φορτώνονται ἐπὶ κάρρων, μεταφέρονται πλανόδιαι, πολλάκις, συντρίβουν τὰς ἀψύχους ἀρθρώσεις τῶν ἐπίπλων εἰς κλίμακας καὶ τοίχους καὶ ὁμοιάζουν κατὰ τὴν περίεργον καὶ μοναδικήν ἴσως εἰς τόν κόσμον ἡμέραν τῆς 1 Σεπτεμβρίου μὲ τὴν συγχωρεμένην μεγαλοπρεπῆ Βαβυλώνα ἐν μετοικεσίᾳ – εἰς ὅλας τὰς Ἀθήνας δὲν βλέπει κανεὶς ἄλλο παρὰ οἰκίας ὁλοκλήρους, συσσωρευμένας καί περιπατούσας, οἰκογενειάρχας ἀγωνιῶντας, οἰκοδεσποίνας περιτρεχούσας εἰς σκόνην, ἀναταρασσομένην καί ἀχθοφόρους βλασφημοῦντας.
Ποῖος, ποῖος λοιπόν πρῶτον συνέλαβε τήν εὐτυχῆ αὐτὴν ἰδέαν καὶ μᾶς ἐνέχυσε τὸ μικρόβιον τῆς μανίας τῆς μετοικήσεως ἑκάστην πρώτην Σεπτεμβρίου; Αὐτὴν βέβαια τὴν ἡμέραν ὁ Ἰησοῦς θὰ κατεδίκασε τὸν περίφημον Ἰουδαῖον εἰς τὴν περιπλάνησίν του;
∞∞∞∞∞
Καί ἡ μελαγχολία, ἡ αἰωνία μελαγχολία τῆς δῃουμένης οἰκίας, τῶν ἀλγούντων ἐπίπλων, τοῦ προσφιλοῦς συνειθισμένου ἀέρος, τὸν ὁποῖον ἀνέπνεες τόσα ἔτη, ἔστω τόσους μῆνας, τόσην ἀπειρίαν ὡρῶν, ἐξακολουθεῖ νὰ ξενίζεται εἰς τὴν καρδίαν!
Ἂς ἠξεύραμεν τουλάχιστον τὶ μᾶς ἐπιφυλάσσει τὸ νέον σπίτι, τὶ μᾶς κρύπτει ἀόρατον ἡ κλειστή, ἡ ξένη ἀκόμη θύρα, τὶ συνωμοτοῦν οἱ λευκοί, οἱ ἀπατηλῶς ἴσως εὔθυμοι τοῖχοι! Διατί ἡ Σφίγξ, ἀδυσώπητος, ἀναλλοίωτος, ἄκαμπτος, νὰ μένῃ φοβερὰ καὶ νεκρὰ ἔμπροσθεν τῆς εἰσόδου καὶ νὰ προτάσσῃ τὸ ἀνεξερεύνητον; Εἰς τὴν διάρρευσιν τοῦ νέου ἔτους τί τάχα θ’ ἀντηχήσῃ ὑπὸ τὴν στέγην αὐτήν, τὴν ὁποίαν ἐγὼ ὁ ἀνόητος ἐξέλεξα, ἡ ὁποία ἴσως διψᾷ ἀπὸ δάκρυα, φιλοξενεῖ τὸν θάνατον, ἀνατρέφει εἰς τοὺς κόλπους της τὴν δυστυχίαν;
Θὰ εἶνε καλλίτερον τάχα τὸ νέον σπίτι, περισσότερο καλοΐσκιωτο, μᾶς προετοιμάζει συγκομιδὰς γελώτων, θερισμούς εὐτυχίας; Θὰ τὸ γεμίζῃ πάντοτε ὁ ἤρεμος ἀῆρ τῆς εἰρήνης καὶ θὰ τὸ φωτίζουν πάντοτε προσφιλῆ μειδιάματα; Εἶνε προωρισμένον διὰ φωλέαν ἐρώτων εὐτυχῶν –ὑπάρχουν τάχα καὶ εὐτυχεῖς ἔρωτες;– διὰ φωνὰς παιδίων χορτασμένων δι’ ἐπάνθησιν ὑγείας;
Ἀνοίγομεν τὴν θύραν του μὲ ἐμπιστοσύνην καί ἐναγκαλιζόμεθα μὲ ἕνα συμπαθές βλέμμα καὶ τὸ ζωογονοῦμεν μὲ τὴν ἀφροντισίαν, μὲ τὴν χαράν, μὲ τὴν εὐτυχίαν μας. Ὄχι δὲν θὰ ζηλεύσῃ, δὲν πρέπει νὰ ζηλεύσῃ τὴν χαρὰν μας καὶ δὲν πρέπει σὰν τὸ φείδι, τὸ ὁποῖον ἐθέρμανεν ὁ γεωργὸς τοῦ μύθου, νὰ γυρίσῃ καὶ νὰ μᾶς χύσῃ μὲ ἕνα δάγκασμα ὕπουλον, τὸν ἰὸν τῆς δυστυχίας…
Καὶ διατὶ τάχα νὰ μὴν ἔχωμεν τὴν ἐλπίδα, διατὶ νὰ μὴ παρηγορηθῶμεν, νὰ ἀπατηθῶμεν οὕτω, ὅτι τὸ νέον σπίτι θὰ εἶνε εἰς τὸ μεγάλο καὶ τόσον βραχύ μολαταῦτα ταξείδι τῆς ζωῆς, ἕνας ἀπὸ τοὺς καλλιτέρους σταθμούς, μία ἀπὸ τὰς θελκτικωτέρας προσεγγίσεις, τὴν ὁποίαν θὰ βρέξουν τὰ ὀλιγώτερα δάκρυα καὶ θὰ ταράξουν οἱ ἀραιότεροι λυγμοί;
Ν. Ἐπ.
[1] Νικόλαος Επισκοπόπουλος (Ψευδ. «Ν. Επ.»), «1η Σεπτεμβρίου», εφημερίδα «ΤΟ ΑΣΤΥ», αριθμ. 1719, 2 Σεπτεμβρίου 1895, σελ. 1. Το ίδιο κείμενο, υπογεγραμμένο με το ψευδώνυμο «Ψ», δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΤΟ ΑΣΤΥ» στις 31 Αυγούστου 1905, σελ. 1. Με την επιφύλαξη της ταύτισης των ψευδωνύμων, η ίδια παραπομπή ισχύει για όσα κείμενα αναδημοσιεύονται από «ΤΟ ΑΣΤΥ» με την υπογραφή «Ψ».