1η ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ[1]
Ἕνα εἶδος γραφείου «Ἀκροπόλεως» παριστᾷ τὸ ἐσωτερικὸν τοῦ οἴκου μου, καὶ τὰ ἔπιπλά μου κατάκεινται φύρδην-μίγδην χωρὶς νὰ ἔχω γράψει ποτὲ κατὰ τοῦ στρατοῦ. Ἀλλ’ οὔτε καὶ κατὰ τῶν καρροτσέρηδων ἔγραψα, οἱ ὁποῖοι ἀνέλαβον νὰ τὰ κομματιάσουν ἐντελῶς. Ἔφυγα ἁπλῶς ἀπὸ τὴν κατοικίαν μου λυπημένος, ἀφοῦ τελευταῖον μετεκομίσθη σῷον καὶ τὸ πλέον παλαιὸν ἔπιπλον – ἡ πενθερά μου.
∞∞∞∞∞
Τὸ νά ἔχῃς κατοικίαν εἰς τὸ ἄκρον τῆς πόλεως εἶνε μέγα προσόν. Εὑρίσκεσαι μακρὰν ἀπὸ τὸν παλαιὸν οἰκοδεσπότην σου, ὅστις ἀφεύκτως θὰ λυπηθῇ τὰ παπούτσια του διὰ νὰ ἔλθῃ πρὸς συνάντησίν σου. Ἐὰν ὅμως ἤρχετο εἰς ἐμὲ θὰ ἐφρόντιζον διὰ νὰ μὴ χαλάσουν ἐντελῶς, νὰ τοῦ τὰ δώσω στὸ χέρι. Οἴκημα εἰς τὸ ἄκρον τῆς πόλεως, ἓν μόνον πρέπει νὰ φοβῆται: τὴν πυρκαϊὰν τῶν δασῶν!
∞∞∞∞∞
Σᾶς βεβαιῶ, ὅτι ἡ ἀβρότης τοῦ καροτσέρη μου δὲν εἶχεν ὅρια. Ἠθέλησε νὰ φορτώσῃ καὶ εἰς ἐμὲ κἄτι τι, τὸ ὁποῖον εὐτυχῶς ἦσαν μόνον… ὕβρεις. Τέλος φθάνω εἰς τὴν νέαν μου κατοικίαν κολυμβῶν στὸν ἱδρῶτά μου.
∞∞∞∞∞
Προσπαθῶ νὰ λησμονήσω τὴν παλαιάν μου κατοικίαν, ἀλλ’ εἶνε ἀδύνατον. Μᾶς χωρίζει μιᾶς ὥρας δρόμος καὶ μᾶς συνδέει ἓν ἐνοίκιον.
∞∞∞∞∞
Ἰδοὺ ἡ νέα μου κατοικία! Βλέπω νέους τόπους, νέας μορφάς, νέον ὁρίζοντα καὶ νέον μπακάλη, ὁ ὁποῖος ἔσπευσεν ἀμέσως νὰ μὲ γράψῃ εἰς τὸ βιβλίον του ἐκ μεταφορᾶς.
∞∞∞∞∞
Καὶ τελειώνω μὲ μίαν συμβουλὴν πρὸς τὴν «Ἀκρόπολιν»: «Ὅσον φοβεῖσαι τοὺς ἀξιωματικούς, νὰ φοβῆσαι καὶ τὰς μετακομίσεις».
ΑΒΔΗΡΙΤΗΣ
[1] Μπάμπης Άννινος (ψευδ. «ΑΒΔΗΡΙΤΗΣ»), εφημερίδα «ΣΚΡΙΠ», 4 Σεπτεμβρίου 1894, σελ. 4.