1 Σεπτεμβρίου[1]
Σήμερα τὸ πρωὶ οἱ μισοὶ συμπολῖταί μας θὰ ξυπνήσουν μέσα εἰς κἄπως διαφορετικὸν ἀπὸ τὸ σύνηθες περιβάλλον. Οἱ περισσότεροι ἴσως κοιμηθοῦν καὶ εἰς κανένα στρῶμα ριγμένο ἐπάνω στὸ πάτωμα, διότι οἱ σπόνδυλοι τοῦ κρεββατιοῦ του ἔχουν μεταφερθῆ ἀπὸ χθὲς εἰς τὸ νέον σπίτι. Τὸ πρῶτο νυσταλέον βλέμμα ἔπεφτε κάθε ’μέρα λ.χ. εἰς τὴν εἰκόνα τῆς γιαγιᾶς. Σήμερα θὰ πέσῃ μόνον εἰς τὸ καρφὶ ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐκρέματο ἡ γιαγιά, ἡ ὁποία ἐξηφανίσθη δίκην Τζοκόνδας ἐγκατασταθεῖσα εἰς τὸ νέον σπίτι. Εἰς τὰ πατώματα, ἀσκούπιστα, ἀναπαύονται δύο φωτογραφίαι, ἕνα τραπουλόχαρτον, ὀλίγα μπιλλιέτα γνωρίμων, ἕνας φάκελλος ἐπιστολῆς, ληφθείσης ἀπὸ τὸν Ἰανουάριον.
Ὁ φάκελλος πάντοτε δὲν ἔχει γραμματόσημον. Τὸ ἔχει ἀφαιρέσει κάποιος μανιακὸς ἀπὸ ἐκείνους ποῦ βρίσκονται παντοῦ.
Ἔπειτα τὸ κομμό, τραβηγμένο ἀπὸ τὸν τοῖχον, ἀποκαλύπτει μίαν δεκάραν ἀναπαυομένην ἀπὸ μηνῶν ἐκεῖ, ἕνα μανίκι ὀμπρέλλας καὶ ἕνα κλειδάκι, τὸ ὁποῖον κρυμμένο μέσα εἰς τῂς ἀράχνες, ἀνεστάτωσε κἄποτε τὴν οἰκογένειαν μὲ τὴν ἐξαφάνισίν του. «Βρέ! Νὰ τὸ κλειδὶ ποῦ χαλάσαμε τὸν κόσμο!» Ἀνακάλυψις!
Ἡ πρώτη Σεπτεμβρίου ἔχει μερικὰ καλά. Ὀφείλομεν νὰ τῆς τὰ ἀναγνωρίσωμεν.
Παρουσιάζει πρῶτον τὰ ἐννέα δέκατα τῶν πραγμάτων ποῦ ἐξηφανίσθησαν κατὰ τὴν διάρκειαν τοῦ ἔτους. Τὸ δικόγραφον τοῦ κυρίου, τὸ δαχτυλίδι τῆς κυρίας, διὰ τὸ ὁποῖον ἐνοχοποιήθησαν ἐκ περιτροπῆς ἡ ὑπηρέτρια, ἡ πλύστρα, ἡ σιδερώστρα, ἡ γειτόνισσα καὶ ὁ υἱός, ἀναγραφείσης τῆς ἀπωλείας καὶ εἰς τὸ ἀστυνομικὸν δελτίον, καὶ τέλος τὸν βῶλον τοῦ μπεμπέ, τρυπώσαντα διὰ νὰ ἡσυχάσῃ ἐπὶ τέλους κάτω ἀπὸ τὸ κομμοδῖνο. Ἔπειτα ἡ ἡμέρα αὐτὴ ἐνεργεῖ, δίκην Ἐπαναστατικῆς Κυβερνήσεως, γενναίαν ἐκκαθάρισιν τῶν ἀντικειμένων ἑνὸς σπιτιοῦ. Καὶ μέσα εἰς ἕνα σπίτι κατὰ τὴν διάρκειαν τοῦ ἔτους ἔχουν μαζευθῆ τόσα περιττὰ πράγματα, τόσοι ἀργόμισθοι!
― Κυρία, αὐτὸ τὸ μπουκαλάκι νὰ τὸ πετάξω; Ποῦ νὰ τὸ κουβαλᾶμε;
Ἡ κυρία ἀφίνει πρὸς στιγμὴν τὰ καθήκοντά της, τὰ ὁποῖα συνίσταται εἰς τὸ νὰ μὴ κάνῃ τίποτε, κυττάζει τὸ ὑπόδικον μπουκάλι, ἔπειτα καταδέχεται νὰ τὸ φέρῃ εἰς τὴν μύτη της. Ἐδῶ εἶνε τὸ κρίσιμον σημεῖον. Προσπαθεῖ νὰ καταλάβῃ τί περιεῖχε κάποτε, πρὶν γείνῃ ἀργόμισθον. Εἰς τὰς περιστάσεις αὐτὰς ὅμως δὲν ἀποδεικνύεται τίποτε καὶ ἐκδίδεται ἡ καταδικαστικὴ ἀπόφασις. Τὸ μπουκαλάκι ἀπελύθη τῆς ὑπηρεσίας, καὶ μόνον ποὺ ἔχει νὰ φιλοδοξήσῃ εἶνε νὰ τὸ πάρῃ ὁ ἀραμπατζὴς ποῦ θὰ μεταφέρῃ τὰ πράγματα.
Ἐν τῷ μεταξὺ ἀκούεται μία φωνή.
― Ἦρθαν τὰ κάρρα!
Καὶ τὸ στρατόπεδον ἑτοιμάζεται νὰ ἀλλάξῃ ἐγκατάστασιν, ἐνῷ ὁ υἱὸς τῆς οἰκογενείας, φοιτητής, διαμαρτύρεται, διότι εὑρῆκε εἰς τὸ πάτωμα τὸ μισὸ Οἰκογενειακὸν Δίκαιον, ἁγνοουμένης τῆς διαμονῆς τοῦ ἄλλου μισοῦ. Νὰ πάρῃ ὁ διάβολος! Καί, ὅπως συμβαίνει πάντοτε, ἐχάθη τὸ μέρος ποῦ ὁ κ. φοιτητὴς δὲν εἶχε διαβάσει. Τὸ ἄλλο μισὸ θὰ χαθῇ τοῦ χρόνου εἰς τὴν ἄλλην μετακόμισιν, ὅταν θὰ τὸ χρειασθῇ διὰ νὰ ἐπαναλάβῃ!
Τ. Ποὺλ
[1] Εφημερίδα «ΧΡΟΝΟΣ», 1 Σεπτεμβρίου 1912, σελ. 1.