1 Σεπτεμβρίου (1899)

1 Σεπτεμβρίου[1]

 

Χθὲς μὲ τὴν βροχήν, τὴν δροσερότητα τῆς ἀτμοσφαίρας, τὴν ἠπιότητα τῶν ἡλιακῶν ἀκτίνων, εἴχομεν τὴν ἔναρξιν τῆς νέας ἐποχῆς.

Κατὰ ποίαν ὥραν τοῦ ἔτους αἱ Ἀθῆναι ἐνέχουσι μαγείαν καὶ κάλλος πλειότερον εἶνε ζήτημα ἀμφισβητούμενον, ἐξαρτώμενον ἀπὸ τὰς ἰδιοσυγκρασίας, τὰς ὀρέξεις, τὸν τρόπον τῆς ζωῆς καὶ ἄλλα ὑποκειμενικῶς ἐπενεργοῦντα αἴτια. Οἱ ξένοι περιηγηταὶ θαυμάζουσι τὸν ἀττικόν Ἰανουάριον, ἀλλ’ οἱ ἐντόπιοι φαίνονται συμφωνοῦντες πλειότερον εἰς τὴν ἀνακήρυξιν τοῦ φθινοπώρου ὡς τῆς καλλιτέρας ἀθηναϊκῆς ἐποχῆς. Ἔχει πράγματι ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ τὸ φθινόπωρον ὡς ἐποχὴ ζωῆς, ἀποτινάξεως τῆς θερινῆς νάρκης, κινήσεως ἐγκαινιαζομένης ἀπὸ τῆς 1 Σεπτεμβρίου διὰ τῶν παναθηναϊκῶν μετοικεσιῶν. Αἱ οἰκογένειαι, αἱ διελθοῦσαι τοὺς θερινοὺς μῆνας εἰς τὰς ἐξοχάς, εἰς τήν εὐδαιμονίαν τῆς φυσικῆς ζωῆς, ἐπιστρέφουν· γίνεται ἡ rentrée ἡ ἐμψυχοῦσα τὴν πόλιν. Ἡ συνοικία τῆς Νεαπόλεως ἀναλαμβάνει τὴν τρελλὴν ζωηρότητα μὲ τὴν ἐπάνοδον τῶν ἀποδημητικῶν κατοίκων της, τῶν φοιτητῶν, τοὺς ὁποίους κατὰ καθιερωθεῖσαν παρομοίωσιν οἱ χρονογράφοι ἀποκαλούσι χελιδόνας τοῦ φθινοπώρου. Καί ἔχει σωρείαν ἀκόμη ἰδιαιτέρων χαρακτηριστικῶν ἡ ἐποχή. Εἰς τοὺς δρόμους καὶ τὰ παράλια παρατηρεῖται παράταξις κατὰ σειράν ἤ κατὰ διπλοὺς στοίχους γιγάντων προγαστόρων. Ἀπὸ τὰς ἐρυθροζώνους κοιλότητάς των θὰ ἐξαχθῇ μετὰ τινα καιρὸν τὸ ποτὸν τῆς λήθης καὶ τῆς εὐθυμίας καὶ θὰ δροσίζῃ στεγνοὺς λάρυγγας ἐργατῶν καὶ θὰ κοιμίζῃ καρδιοβόρους ὀδύνας.

Ὑπὸ τοὺς οἰωνοὺς τούτους ἐγκαινιάζεται ἡ νέα ἐποχή, ἡ ἐποχὴ τῆς ζωῆς καί τῆς κινήσεως.

 

Λωτ

 

 

[1] Εφημερίδα «ΤΟ ΑΣΤΥ», αριθμ. 3.163, 2 Σεπτεμβρίου 1899, σελ. 3.