1 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ (1898)

1 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ[1]

(Σημειώσεις ἐν μέσῳ ἀναποδογυρισμένων ἐπίπλων)

 

Ὁ κ. Μυριανθούσης[2] εἶχεν ἐκφράσει ἄλλοτε μίαν ἐπιθυμίαν.

― Διατὶ νὰ μετακωμίζονται οἱ ἄνθρωποι καὶ ὄχι… τὰ σπήτια;

 

Συγχωρημένος ὁ φονεύς, ὁ αὐτόχειρ, ὁ ἐμπρηστής, ὁ λωποδύτης, ὁ ἐγκληματίας. Ἕνας μόνον θὰ μείνῃ ἀσυγχώρητος εἰς αἰῶνας αἰώνων.

Ἐκεῖνος ποὺ μετακομίζεται εἰς ἄλλο σπίτι. Βεβαίως εἰς τὴν κόλασιν δὲν θὰ ὑπάρχῃ κατάλληλος τιμωρία δι΄ αὐτὸν τὸν κακοῦργον.

 

Ὁρισμός.

― Τί εἶνε μετακόμισις;

― Τὸ νὰ ἀλλάζῃς σπίτι καὶ νὰ πιάνῃς ἄλλο χειρότερον.

 

Ὅλα τὰ ἰδανικὰ τῆς ἀνθρωπότητος εἶνε δυνατὸν νὰ ἐκπληρωθοῦν. Ἐὰν ἔχῃς ἰδανικὸν νὰ γίνῃς ἑκατομμυριοῦχος, πιθανὸν νὰ γίνῃς. Ἐὰν ἔχῃς ἰδανικὸν νὰ γίνῃς ἔνδοξος, πολὺ πιθανὸν νὰ γίνῃς. Ἐὰν ἔχῃς ἰδανικὸν νὰ ἐνοικιάσῃς κατάλληλον σπίτι… εἶσαι ἠλίθιος.

 

Διατὶ ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἀκτήμονες ἀλλάζουν σπίτι κάθε χρόνο; Διότι δὲν εὑρίσκουν κανένα τῆς ἀρεσκείας τῶν. Τὸ ἕνα εἶνε χειρότερο ἀπὸ τὸ ἄλλο. Κατὰ τὸν κανόνα αὐτόν, ὅλα τὰ σπίτια των Ἀθηνῶν εἶνε… χειρότερα.

 

Εἶναι ἀληθὲς ὅτι τὰ ἔπιπλα τοῦ οἴκου δὲν εἶνε ἐντελῶς ἄψυχα ἀντικείμενα. Ἔχουν κἄποιαν ψυχὴν καὶ εἶνε οἱ ἀναλλοίωτοι σύντροφοι, ἐν μέσῳ τῶν ὁποίων ρέει ἡ ζωή μας καὶ ἐπὶ τῶν ὁποίων ἀντανακλῶνται ἡ χαρὰ καὶ τὰ πένθη (ὅρα καὶ τὸ τηγάνι) τοῦ ἐνοίκου. Σήμερον ἀναπνέουν  καὶ αὐτοὶ οἱ δυστυχεῖς κατάδικοι. Βλέπουν τὸν ἥλιον ὅπως ἡμεῖς. Καὶ ὅμως εἴμεθα τόσον ἄσπλαγχνοι, ὥστε νὰ παραπονούμεθα, διότι τὰ βγάζομεν μία φορὰ τὸ χρόνο περίπατον καὶ μάλισταν ὄχι μὲ ἅμαξι, ἀλλὰ μὲ κάρρο!

 

Δὲν ἔχω μόνον αὐτὰς τὰς συμπαθείας πρὸς τὰ ἔπιπλα. Ἤκουσα χθὲς μετακομιζόμενον ἐνοικιαστὴν νὰ φωνάζῃ εἰς τὸν ὑπηρέτη του:

― Γιώργη! Ὅταν φορτωθοῦν τὰ ἔπιπλα νὰ τὰ πάτε μιὰ βόλτα ἀπὸ τὸ Ζάππειο.

― Γιατί;

― Γιὰ νὰ πάρουν λιγάκι καθαρὸ ἀέρα!

 

Μὴν ἀστειεύεσθε. Ἐὰν τὸ σπίτι σας δὲ βλέπῃ ποτὲ τὸν ἥλιο καὶ κατὰ τὰς τέσσαρας ὥρας τοῦ ἔτους, ἐὰν δηλαδὴ εἶνε ὑγρὸν τότε τὰ ἔπιπλα θὰ ἔχουν πάθει ρευματισμούς. Ἑπομένως παρίσταται ἀνάγκη ἢ νὰ τὰ βγάλετε τὴν 1ην Σεπτεμβρίου περίπατο ἢ νὰ τὰ ἀλείψετε μὲ «Μοσχοβίτην».

 

Μόνον αἱ καροτσαραῖοι καὶ οἱ χαμάληδες διαφωνοῦν εἰς τὸ ζήτημα τῆς ὑγείας τῶν ἐπίπλων, διότι πάντοτε θὰ τοὺς σπάσουν κάτι τί. Πόδια, χέρια, πλευρά…

 

Εἰς τὸ νέο σπίτι ὁ οἰκογενειάρχης κραυγάζει:

― Ἄχ! τὰ σκυλιὰ οἱ ἁμαξάδες. Πάει τὸ πόδι τῆς κονσόλας. Τῆς τὤσπασαν!

― Τώρα, τί νὰ κάνωμε;

― Νὰ τὸ δέσωμε.

― Ναί… ναί… νὰ τὸ δέσωμε. Πετάξου γρήγορα στὸ φαρμακεῖο νὰ πάρῃς καὶ λίγο ξαιτόν!

 

Μεταξὺ γηραιῶν γυμνασιάρχων.

― Ἄ! Δόξα σοι ὁ Θεός!

― Τί εἶνε;

― Μετεκομισάμην!

 

Κάποιος θρηνεῖ τὸ τραπέζι του κομματιασμένον.

Καὶ ἕνας ἄλλος.

― Καλημέρα σᾶς κύριε Σγούτα!

― Τί λες ἀδερφέ;

― Λέω… γιὰ τὴν Πιστωτικὴ Τράπεζα ποῦ ἔχεις μπροστά σου!

 

Τὸ διάβολό του τραβᾶ καὶ αὐτὸς ὁ ἥλιος μὲ τὰς μετακομίσεις.

Ὅλοι ἐρωτοῦν ἐὰν τὸ νέο σπίτι «τὸ βλέπει» ὁ ἥλιος.

― Τὸ βλέπει ὁ ἥλιος;

― Τὸ βλέπει ὁ ἥλιος;

Καὶ ἕνας χονδρὸς οἰκοδεσπότης, εἰς τὸν ὁποῖον ὁ ἐνοικιαστὴς ἀπηύθυνε χιλιάκις αὐτὴν τὴν ἐρώτησιν:

― Ἄμ’ στραβὸς εἶνε καὶ δὲν τὸ βλέπει;

 

Διαρκεῖς ἐρωτήσεις ἐὰν θὰ βλέπῃ ὁ ἥλιος τὸ σπίτι. Ἐπὶ τέλους δὲν ἠμπορεῖ καὶ αὐτὸς νὰ πάθῃ τραχώματα ἢ κερατίτιδα;

 

Ἄλλο μεταξὺ ενοικιαστοῦ καὶ οἰκοδεσπότου:

― Τὸ βλέπει ὁ ἥλιος;

― Ἄμα βάλῃ τὰ γυαλιά του!

 

Ἄλλο.

― Τὸ βλέπει ὁ ἥλιος;

Ξέρω γώ; Μπορεῖ νὰ εἶνε καί… μύωψ!

 

Ἐντυπώσεις οἰκοδεσπότου, εἰς τὸν ὁποῖον ἔσκασαν νοῖκι τριῶν μηνῶν.

«Δύο φορὰς ἐθριάμβευσε τὸ πυροβολικὸν κατὰ τὸν δύοντα αἰῶνα. Μίαν εἰς τὸ Σεδᾶν[3] καὶ τὴν δευτέραν εἰς τὸ ἐπάνω πάτωμα τοῦ σπιτιοῦ μου».

 

                                                                                                            Ζ.Π.

 

[1] Ζαχαρίας Παπαντωνίου (Ψευδ. «Ζ.Π.»), «1 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ», εφημερίδα «ΣΚΡΙΠ», 2 Σεπτεμβρίου 1898, σελ. 1.

[2] Ο καταγόμενος από την Ανθούσα Καλαμπάκας Θεόκλητος Μυριανθούσης (1878-1907) ήταν γραφικός τύπος των Αθηνών, με ιδιόρρυθμη εμφάνιση.

[3] Αναφέρεται στη μάχη της γαλλικής πόλης Σεδάν (Sedan), το 1870, όπου κατά τον γαλλογερμανικό πόλεμο ηττήθηκε η Γαλλία και πέρασαν στα χέρια των Γερμανών 80.000 αιχμάλωτοι, 500 πυροβόλα και άπειρο υλικό. Σε ανάμνηση στήθηκε μέγα μνημείο. Ν. Θ. Κλαδάς, Σεδάν, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τ. ΚΑ’, σελ. 619-620.