Ὁ Φασουλῆς, τὸ ξύλινο κωθῶνι, τὸ νέο του τὸ σπῆτι διορθόνει (1899)

Ὁ Φασουλῆς, τὸ ξύλινο κωθῶνι,

τὸ νέο του τὸ σπῆτι διορθόνει[1]

 

ΦΑΣΟΥΛΗΣ:

Ἰδοὺ λοιπὸν μετοίκησα’ στὸ νέο μου τὸ σπῆτι

κι’ ἦλθα σὲ νέους δρόμους

τώρα ποῦ θὰ τρακάρωμε μὲ τὴν οὐρὰ κομήτη

κατὰ τοὺς Ἀστρονόμους.

 

Τί σπῆτι μὲ παράθυρα, σπῆτι μὲ δυὸ μπαλκόνια,

’ψηλὸ ’ψηλὸ κι’ εὐρύχωρο μὲ σάλες καὶ σαλόνια,

σπῆτι καινούριο, Περικλῆ, μὲς στ’ ἄλλα τὰ καινούρια,

σπῆτι μὲ τζάμια κάτασπρα καὶ πράσινα παντζούρια.

 

Σπῆτι ποὺ κτυπᾷ ’στὰ μάτια,

μαρμαρένια σκαλοπάτια,

κι’ ὅλο πόρταις, Περικλῆ,

τρεῖς ἀνοίγουν καὶ μιὰ κλεῖ.

 

Νὰ χαγιάτι πέρα πέρα

νὰ κυττάζῃς νύκτα ’μέρα

τῆς Ἀθήνας τὰ βουνά,

ὅλο πρόσοψις καὶ φάτσα

καὶ σοφίτα καὶ ταράτσα

γιὰ ν’ ἁπλώνῃς τραχανᾶ.

 

Κύττα, βλάκα μὲ πατέντα,

ἔχει τρία παρτιμέντα,

καὶ τὰ τρία κάνουν ἕνα κι’ εἴσοδος γιὰ τοῦτα χώρια,

εἰς τὸ πρῶτον ὁ φρενήρης,

εἰς τὸ κάτ’ ὁ νοικοκύρης,

κι’ ἕνας καπελᾶς στὸ τρίτο, ποὔχει ψάθες καὶ καστόρια.

 

Μωρὲ σπῆτι ποῦ τὸ βρῆκα, γιὰ καμάρωστο καὶ σύ,

συνορεύει μ’ ἄλλα σπῆτια καὶ μπακάλικο καρσί.

 

Νέον δῶμα,

νέος δρόμος,

νέον σκῶμμα,

νέος μῶμος.

 

Νέοι γείτονες προβάλλουν μὲ  τὸ μοῦτρο σοβαρό,

μὲ κυττάζουν, τοὺς κυττάζω καὶ περνοῦμε τὸν καιρόν,

νέας δράσεως πληθώρα,

νέας δράσεως μπαλκόνι,

μὰ βοήθησέ με τώρα

νὰ στολίσω τὸ σαλόνι.

 

Ἔλα, Περικλῆ, τεχνίτη,

νὰ στολίσωμε τὸ σπῆτι,

κι’ ἴσως φέρω κατ’ αὐτὰς

ξένους διοργανωτὰς

νὰ μοῦ τὸ διοργανώσουν

καὶ τσερβέλα νὰ γανώσουν.

 

Πρέπει νἄλθουνε καὶ ξένοι,

ἀπὸ σπήτια μαθημένοι,

νὰ μοῦ ’ποῦνε, ποῦ νὰ βάλω

τὄνα μόμπιλο καὶ τἄλλο.

 

Ἀνάγκη νἄλθουν νὰ μᾶς ’ποῦν ‘στὴν τόση φασαρία

ἂν πρέπει σάλα νἄχωμε μὲς ’στὴν τραπεζαρία,

κι’ ἂν πρέπει τούτη νὰ γενῇ σαλόνι γιὰ ’βεγκέρα

κι’ ἡ κάμαρα τῶν ἀναγκῶν νὰ πάῃ παραπέρα.

 

Ποῦ θὰ γενῇ τὸ πλυσταριό,

ποῦ θὰ γενῇ τὸ μαγειριό,

ποῦ διάβολο θὰ στρώσωμε τἀτίμητα χαλιά,

ποῦ θἆναι τὰ γαϊδούρια μας, ποῦ θἆναι τὰ σκυλιά.

 

Ποῦ νὰ ταξινομήσωμε βιβλία καὶ λιμπρέτα,

ποῦ πρέπει νὰ κρεμάσωμε φιγοῦρες καὶ πορτραῖτα,

ποῦ τοὺς πλούσιους νἄχωμε καὶ ποῦ τοὺς ψωραλέους,

καὶ ποῦ τὰ πολυκάντυλα καὶ τοὺς πολυελαίους.

 

Πρέπει νὰ ’δοῦν τὸ σπῆτι μας,

τὸν κάθε νεροχύτη μας,

τὰς εἰσροάς, τὰς ἐκροάς, τὴν πρόσοψιν τῆς φάτσας.

τοὺς διαφόρους ὀχετούς, τὴν κλίσιν τῆς ταράτσας.

Ἂν φὰς νὰ ’δοῦνε κι ἂν προφὶλ τὸ Μέλαθρον Ἰλίου,

κι’ ἔτσι σὲ ’μέραις λίγαις

νὰ διώξωμε τῇς μυίγαις,

ποῦ θἄρχωνται ἐκ τῆς γειτονιᾶς καὶ τοῦ παντοπωλείου.

 

Καὶ γιὰ πάστραις καὶ γιὰ βρώμαις

νὰ μᾶς ’ποῦνε, Περικλέτο,

κι’ ὅλαις τῇς σοφαῖς των γνώμαις

νὰ τῇς κάνωμε λιμπρέτο.

 

Ναὶ, θὰ γράψω ’στὴν Εὐρώπη,

νὰ μὴν πᾷν χαμέν’ οἱ κόποι,

καὶ νὰ ξέρω ποῦ θὰ γένουν

τῶν ἀπλύτων οἱ μπουγάδες,

κι’ ἀπὸ ποῦ θὰ μπαινοβγαίνουν

οἱ διάφοροι λογάδες.

 

Τώρα τώρα, Περικλέτο, ποῦ θὰ φθάσουν ἐδῶ πέρα

διοργανωταὶ μεγάλοι

μέσ’ ἀπὸ τὴν Γερμανία, μέσ’ ἀπὸ τὴν Ἐγγλιτέρα,

νὰ μᾶς βάλουνε κεφάλι,

καὶ νὰ κάνουν τεφαρίκια σὲ κάμποσες ἑβδομάδες

τοὺς στρατοὺς καὶ τῇς ἀρμάδες.

 

Τώρα ποῦ βελτιώσεων κατακλυσμός ραγδαῖος

ἐπαπειλεῖ τήν πλάσιν,

κι’ ὁ Γάλλος Μπέκμαν[2] ἔρχεται, μηχανικὸς σπουδαῖος,

’στῆς δράσεως τὴν δρᾶσιν,

νὰ μελετήσῃ τὰ νερὰ λιμνῶν, πηγῶν, φρεάτων,

καὶ τὰ λεκανοπέδια τῶν ἀφανῶν ὑδάτων.

 

Τώρα ποῦ λὲς μὲ τούτους μας τοὺς διοργανωτάς,

τώρα μὲ σακαράκηδες καὶ μὲ μηχανικούς

πρέπει, κι’ ἐγὼ, βρὲ Περικλῆ, νὰ φέρω κατ’ αὐτὰς

γιὰ διοργάνωσιν σπιτιῶν τεχνίτας εἰδικούς.

 

Ἀλλέως ξένος ὀφθαλμὸς ἂν δὲν μᾶς ἐπιβλέπῃ,

μήτε στρατοὺς θὰ κάνωμε καὶ στόλους ὅπως πρέπει,

μήτε γιὰ σπήτια, Περικλῆ, δὲν γίνεται δουλειά,

καὶ κάνεις τὸ κοτέτσι σου ’σαλόνι μὲ χαλιά.

 

Ἀλλ’ ἕως ὅτου, Περικλῆ, νἀλθοῦν αὐτοὶ κι’ ἐκεῖνοι

προσωρινὸ συγύρισμα βοήθησε νὰ γίνῃ.

Δῶσε καὶ σὺ μιὰ συμβουλὴ

’στὸν βλάμη σου τὸν Φασουλῆ,

ποῦ βίζιταις νὰ δέχεται κι’ ἱππότας φλογερούς,

ποῦ τοὺς ἀστείους φίλους του καὶ ποῦ τοὺς σοβαρούς.

 

Ἔλα λοιπόν, ζωντόβολο, βγάλε τὴν ρεδιγκότα,

καὶ σίμωσε νὰ βάλωμε τὰ κάδρα πρῶτα πρῶτα.

Ποιὰ νἄμπουν γύρω στῇς γωνιαῖς, ποιὰ νἄμπουν μὲς ’στὴ μέση

ἔλα κουνήσου, κούτσουρο, νὰ δράσῃς, νὰ κορώσῃς,

μὰ πρόσεχε γιὰ τὸ Θεό κανένα μὴ σοῦ πέσῃ

καὶ σπάσῃ, κακομοίρη μου, γιατὶ θὰ τὸ πληρώσῃς.

 

Πρώτην τῶν Βασιλέων μας θὰ βάλω τὴν εἰκόνα,

τιμή μας καὶ κορώνα,

κατόπιν κάδρα ποιητῶν καὶ κάδρα συγγραφέων,

κλεινῶν καί κορυφαίων.

 

Μὰ θέλω μὲς ’στοὺς συγγραφεῖς καὶ μὲς ’στοὺς ποιητὰς

νὰ βάλω κυβερνήτας μας καὶ διοργανωτάς,

ποῦ μὲ τὴν μεταρρύθμισιν τοῦ κράτους ἀγωνίζονται,

μοχθοῦν καὶ ταλανίζονται.

 

Θέλω φιγοῦραις ἀναμίξ, τὰ κάδρ’ αὐτὰ μ’ ἐκεῖνα,

τὸν τραγικό Καράπαυλο[3] κοντὰ μὲ τὸν Ρακίνα,[4]

πλησίον τοῦ πατρὸς Δουμᾶ καὶ ’λίγο παραπάνω

τὸν Κόντη τὸν Ἀρτανιάν, τὸν Ἄθω τὸν Ρωμάνο.

 

Μὰ βάζω, Μπάϋρον, μὲ σὲ

παλληκαρίσιο μας σπαθί,

κι’ ἐδῶ ’στὸ πλάγι τοῦ Μυσσὲ[5]

Βουδούρην[6] τὸν περιπαθῆ.

 

Τοῦ Σιμοπούλου[7] φέρε μου τὰ μοῦτρα τὰ στρωτά,

βάζω καὶ τὸν Σιμόπουλο ’στὸν Γκαῖτε κολλητά,

νὰ μ’ ἐνθυμίζουν τοὺς καιροὺς χρυσῆς ἀναγεννήσεως,

ἐκεῖνος τῆς πολιτικῆς καὶ τοῦτος τῆς ποιήσεως.

 

Τοὺς νέους μεταρρυθμιστὰς προσκύνα τους κι’ ἀγάπα,

καὶ τώρα λέγω, Περικλῆ, καθὼς τὸν Ἀνακρέοντα.

ἔλα, ζωγράφων ἄριστε, καὶ κάνε μου τὸν Πάπα,

ἐκεῖνον τοῦ Βατικανοῦ τὸν γηραλέον Λέοντα.

 

Ἡ ζωγραφιὰ προσπάθησε τελειοτάτη νἆναι

καὶ δίπλα Καρδινάλιον τὸν Εὐταξία[8] κάνε,

νὰ γράφῃ νομοσχέδια καὶ χίλια τόσα πράμματα

γιὰ κλήρους καὶ γιὰ γράμματα

κι’ ἐμπρός του φαρδομάνικα νὰ σκύβουν σεβαστὰ

κι’ ἀπὸ τὰ γένεια σοβαρὸς τὸν Πάπα νὰ βαστᾷ.

 

Τὸν Εὐταξία προσκυνῶ

κι’ ἐγκωμιάζω κι’ ἐπαινῶ

τὴν μέριμναν τὴν τόσην,

τὸν ζῆλον καὶ τὴν γνῶσιν.

 

Ἄφεριμ, τζάνουμ, ἄφεριμ, μὰ πέταξέ τα κι’ ἄστα,

σοφὰ τὰ Νομοσχέδια, μὰ δὲν ἀλλάζ’ ἡ πάστα,

κι’ ἐδῶ ποῦ χάνομε συχνὰ Παρασκευὴ καὶ Τρίτη,

τὸ ράσο κάνει τὸν παπᾶ καὶ τὸν ἀρχιμανδρίτη.

 

Τῆς Ἀντιπολιτεύσεως τοὺς ἀρχηγοὺς τοὺς ἄλλους,

τοὺς νηστικούς τοὺς εὐφραδεῖς, καθὼς καὶ τοὺς ἀλάλους,

ποῦ βλέπουν πρὸς τὸν Σείριον, τὸν Ἄρη καὶ τὸν Κρόνον,

πάρτους εὐθὺς καὶ κρέμαστους μὲς ’στὴν τραπεζαρία.

Κρέμασε καὶ τὰ μούτσουνα πατριωτῶν συγχρόνων,

ποῦ ’στοὺς πολέμους ’πάθαιναν ἀπὸ δυσεντερία.

 

Φέρε τοὺς Βίσμαρκ τῶν Ρωμῃῶν, φέρε τοὺς Μετερνίχους,

μὰ θέλω κατ’ ἐξαίρεσιν ’στῆς σάλας μου τοὺς τοίχους

τὸ κάδρο τὸ περίφημο τοῦ Κορδονᾶ τοῦ γέρου

νὰ λάμπῃ πάντ’ ἀνάμεσα Σαιξπήρου – Μολιέρου.

 

Φέρε τὰ κάδρα τὰ χρυσᾶ, μὴ χάσκῃς σαστισμένος,

φέρτα νὰ τὰ κρεμάσωμε, μὴ στέκῃς σὰν δαυλί,

φέρε καὶ ἐκεῖνο ’γρήγορα, ποὖμαι ζωγραφισμένος

μὲ τὸν φτωχό Στεφάνοβικ, μὲ τὸν σιὸρ Παυλῆ.[9]

 

Γιὰ ’δές με πῶς κορδόνομαι, γιὰ ’δὲς καμάρι τόσο,

μὰ ’δὲς καὶ τὸν σιὸρ Παυλῆ,

θαρρεῖς πῶς μὲ παρακαλεῖ

παράδες νὰ τοῦ δώσω.

 

Ἀλήθεια δὲν ἐδιάβασες ἀκόμη, παπαρδέλα,

γιὰ τὸν καινούριο του χορό, ποῦ ’σάλεψε τσερβέλα,

ποῦ ’τράνταξε τῆς Πόλεως τὸ ξακουσμένο Μόδι

καὶ Βόσπορο καὶ Θεραπιὰ τὰ ’σήκωσε ’στὸ πόδι;

 

Τί λοῦσα, Περικλέτο μου, τί πάταγος πομπῶν,

τί πλῆθος ἀπὸ δίσκους

καὶ κύκνος χιονόπτερος ἐμοίραζε μπομπὸν

κι’ ἠλεκτρικοὺς λυχνίσκους.

 

Ἐκεῖ μὲ πλούτων ἔχασκες καὶ φώτων ἀστραπάς,

ἀλλ’ ἔννοια σου, σιὸρ Παυλῆ, καὶ θὰ μοῦ τὰ πᾷς,

ὅταν κι’ ἐγὼ τὴν ἐποχὴν θ’ ἀρχίσω τῶν χορῶν

μ’ ἐκεῖνα τ’ ἀναψυκτικὰ τῶν κρύων τῶν νερῶν.

 

Κουνήσου, Περικλέτο μου, μὴ γίνεσαι τεμπέλης,

καὶ σὺ βρεγμένο φαίνεται τὸ παξιμάδι θέλεις.

Ὦ κουβαλίδια τῶν σπητιῶν, ὤ! φέσταις ποῦ τῇς ἔχομε,

σύρε νὰ ’πῇς στοὺς φίλους μας πῶς ἄρχισα νὰ δέχωμαι.

 

Ἐφέτος θὰ σερβίρωνται καὶ τσάϊ καὶ σιρόπια,

ἐφέτος θὰ  τὸ κάψωμε, βάλτε φωτιά ’στὰ τόπια,

κι’ ὅταν χιόνων, Περικλῆ, κατρακυλοῦν νιφάδες

καθένας θὰ ’ξαπλώνεται σὲ μαλακούς σοφάδες,

θ’ ἀνάβωμε τῇς πίπαις μας, θὰ λέμ’ ἐγώ καὶ σεῖς,

θὰ κάνωμε καὶ μόνοι μας καὶ μ’ ἄλλους συντροφιά,

καὶ κάποτε κατάκλειστοι θὰ πίνωμε χασὶς

νὰ βλέπωμε τὸν Βόσπορον καὶ τὴν Ἁγιὰ Σοφιά.

 

Ἐφέτος καλοπέρασις, κολλήγα μπεχλιβάνη,

χουζοῦρι, νάρκη, λήθαργος, μεντέρι καὶ ντιβάνι,

καὶ βλέποντες ἀμέριμνοι τὸ τρύπιο μας βρακὶ

θὰ λέμε γιὰ τὸ Τρανσβαάλ καὶ γιὰ τὴν Ἀφρική.

 

Ἐφέτος μὲ τὸ πιάνο μας θὰ παίζῃ κι’ ὀκαρῖνο,

καὶ ξαπλωμένος ’στὸν σοφᾶ

πάντα μὲ σχόλια σοφὰ

τὸ δρᾷν τῶν ξένων κι’ ἀφεδρᾷν ἀμείλικτος θὰ κρίνω.

 

Τώρα θὰ σχολιάσωμε τὴν ἔξω κοινωνία,

τώρα θὰ ξεθυμάνωμε ’στὸν Ἄγγλο Σουμαδάκια.

κι’ αὐτὸν τὸν Λόρδο Τσάμπερλαιν[10] γεμάτος εἰρωνία

θὰ σοῦ τὸν κάνω τἁλατιοῦ καὶ μὲ τὰ κρεμμυδάκια.

 

[1] Εφημερίδα «Ο ΡΩΜΗΟΣ», αριθμ. 675, 25 Σεπτεμβρίου 1899, σελ. 1-3.

[2] Το καλοκαίρι του 1899 η λειψυδρία στην πόλη των Αθηνών είχε φτάσει στην πιο οξεία της φάση. Έτσι το πρόβλημα της ύδρευσης ήρθε για ακόμη μια φορά στο προσκήνιο. Η ελληνική κυβέρνηση μετεκάλεσε τον Γάλλο Διευθυντή της Υδραυλικής Υπηρεσίας των Παρισίων Γ. Μπέκμαν, προκειμένου να αξιολογήσει την κατάσταση. Εκείνος απεδέχθη την πρόταση και έφθασε στην πόλη των Αθηνών στις 2 Οκτωβρίου του 1899, όπου και παρέμεινε για εννέα ημέρες. Στη σχετική έκθεσή του προς την κυβέρνηση κατέληξε στο συμπέρασμα πως «εξ όλων των μέχρι τούδε προταθεισών λύσεων διά την ύδρευσιν των δύο πόλεων Αθηνών και Πειραιώς, η διοχέτευσις των υδάτων της Στυμφαλίας πλεονεκτεί όλων».

[3] Ο γεννημένος στην Κορώνη νομικός Νικόλαος Καράπαυλος (1836-1903), εκλέχθηκε επανειλημένως βουλευτής και ως υπουργός Δικαιοσύνης συνέδεσε το όνομά του με νόμο που περιόρισε τις περιπτώσεις προσωπικής κράτησης για χρέη.

[4] Ο Ρακίνας (Ζαν Ρασίν – Jean Racine, 1639-1699) υπήρξε Γάλλος δραματουργός και από τους σημαντικότερους κλασικούς συγγραφείς.

[5] Αλφρέδος ντε Μυσσέ (1810-1857), Γάλλος ρομαντικός συγγραφέας.

[6] Βασίλειος Βουδούρης του Νικολάου (1840-1910). Μεγαλοκτηματίας, ιδιοκτήτης μεταλλείων, επιχειρηματίας και πολιτικός, διετέλεσε Πρόεδρος της Βουλής, επανειλημμένως βουλευτής και Υπουργός Ναυτικών.

[7] Ο Ανάργυρος Σιμόπουλος (1837-1908) ήταν Έλληνας πολιτικός. Μετά τις σπουδές του ακολούθησε τον υπαλληλικό κλάδο και προάχθηκε σε τμηματάρχη του Υπουργείου των Οικονομικών. Χρημάτισε έπειτα διοικητής της Εθνικής Τραπέζης. Άρχισε να πολιτεύεται το 1882 και έγινε Υπουργός της Δικαιοσύνης το 1892  υπό τον Χ. Τρικούπη. Έκτοτε διετέλεσε Υπουργός των Οικονομικών κατά τα έτη 1897, 1899, 1900, 1901, 1903, 1904, 1906 και 1907.  Υπήρξε από τους κυριότερους συνεργάτες του Χ. Τρικούπη και κατόπιν του Γ. Θεοτόκη.

[8] Ο Αθανάσιος Ευταξίας ή Παπαλουκάς υπήρξε οικονομολόγος και πολιτικός. Γεννήθηκε στο Δαδί της Λοκρίδος το 1849. Ο πατέρας του Λουκάς ήταν ιερέας, γι’ αυτό και έφερε το επώνυμο Παπαλουκάς, το οποίο αργότερα άλλαξε σε Ευταξίας από το εκκλησιαστικό αξίωμα του πατρός του. Φοίτησε στη Ριζάρειο Σχολή και σπούδασε Θεολογία. Αρθρογραφούσε σε μεγάλες εφημερίδες, όπως στον «Αιώνα», στην «Ακρόπολη», στην «Εφημερίδα» και έστελνε ανταποκρίσεις στην «Εφημερίδα της Κολωνίας». Διετέλεσε κατ’ επανάληψιν Υπουργός των Εκκλησιαστικών και της Εκπαιδεύσεως, μετά δε την Επανάσταση στο Γουδή ανέλαβε το Υπουργείο των Οικονομικών, κατορθώνοντας να πετύχει περίσσευμα στον Προϋπολογισμό της χρήσεως 1910. Επί Κυβερνήσεως Γούναρη (1915) διετέλεσε Υπουργός Εθνικής Οικονομίας, ενώ επί Κυβερνήσεως Ν. Τριανταφυλλάκου έγινε Υπουργός Οικονομικών. Το 1926 αποδέχθηκε την πρόταση του Στρατηγού Θ. Πάγκαλου να αναλάβει την Πρωθυπουργία για να εφαρμόσει ένα πολύ σφικτό οικονομικό πρόγραμμα, όμως δύο μήνες αργότερα ανατράπηκε από τον Στρατηγό Γ. Κονδύλη. Απεβίωσε το 1931.

[9] Πρόκειται για τον τραπεζίτη Παύλο Τζαννή Στεφανόβικ Σκυλίτση (†1901), γιουγκοσλαβικής καταγωγής με Ελληνίδα μητέρα από τη χιώτικη οικογένεια Σκυλίτση.

[10] Τσάμπερλαιν (Chamberlain) Ιωσήφ (1836-1914), Άγγλος πολιτικός.