Ἡ Πρώτη Σεπτεμβρίου[1]
Ἀρχῆθεν ἐπεκράτησεν ὡς ἔθιμον πᾶν ἔτος,
Εἰς τὰς Ἀθήνας γενικῶς ὅλοι ἀνεξαιρέτως,
Κατὰ τὴν πρώτην τοῦ μηνὸς αὐτοῦ νὰ μεταλλάζουν
Αὐτὰς τὰς κατοικίας των καὶ νέας νὰ ‘νοικιάζουν.
Ἐὰν τις ξένος εὑρεθῇ τυχὸν δὲν θ’ ἀμφιβάλλῃ,
Πῶς ὁ λαὸς διάκειται εἰς μέγα Καρναβάλι,
Ἢ εἰς πανήγυριν τινά, τοσούτον θορυβώδης
Ἡ τῶν ἀνθρώπων κίνησις σχεδὸν καὶ παταγώδης.
Εἰς ἕναν δρόμον φέρ’ εἰπεῖν ἐξαίφνης ἀπαντᾶται
Κάρρα γεμάτα ἔπιπλα καὶ νὰ κατρακυλᾶται
Ἁμαξηλᾶται ἄπειροι ὡς Στέντορες νὰ κράζουν
«Βάρδα» καὶ ὅλ’ οἱ ἄνθρωποι παντοῦ ν’ ἀναμεριάζουν,
Τοῦτο συχνάκις γίνεται καθ’ ὅλας τὰς ἡμέρας,
Μάλιστα ἀφ’ ἑσπέρας,
Πλῆθος μεγάλον γυναικῶν τῶν πλείστων γκαστρωμένων,
Νὰ τρέχωσιν εἰς τὰς ὁδοὺς ἐπίπλων φορτωμένων,
Ἤτοι καρέκλας, στρώματα, προσκέφαλα, καρπέτας,
Οὐροδοχεῖα, κάνιστρα, λάμπας καὶ καναβέτας.
Τοὺς προστυχόντας νὰ ὠθοῦν καὶ ν’ ἀναθεματίζουν
Θεούς, ἁγίους, Παναγιαῖς, ὅσων τοὺς ἐμποδίζουν.
Τὴν εὔκολον διάβασιν, ἐχθροὶ ἢ εἶναι φίλοι,
Πρόσθες συνάμα, τί κακὸν κάμνουσι καὶ οἱ σκύλοι
Φωναῖς ἐδῶ, φωναῖς ἐκεῖ, ὁ νοῦς σχεδὸν τ’ ἀνθρώπου,
Φρίττει, παραζαλίζεται μετ’ ἀλλοκώτου τρόπου.
[1] Εφημερίδα «Ο ΕΜΠΑΙΚΤΗΣ», 1 Σεπτεμβρίου 1873, σελ. 3.