Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Επί 83 ολόκληρα χρόνια λειτούργησε στην Αθήνα μια κλινική της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, η οποία αγαπήθηκε ιδιαίτερα από το κοινό, τιμώντας στο έπακρο το όνομά της. Ήταν η Αστυκλινική, δηλαδή η κλινική του άστεως, του λαού, η οποία είχε διπλό σκοπό. Αφενός παρείχε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στους άπορους κατοίκους των Αθηνών και γενικότερα της Αττικής, και αφετέρου λειτουργούσε για την πρακτική εξάσκηση και τελειοποίηση των φοιτητών της Ιατρικής. Ιδρύθηκε το καλοκαίρι του 1856 με βασιλικό διάταγμα που υπέγραψε η βασίλισσα Αμαλία και άνοιξε τις πόρτες της στις 14 Νοεμβρίου 1857, αφού είχε δημοσιευτεί ένας πρωτοποριακός κανονισμός για τη λειτουργία της[1].
Θλιβερές εικόνες
Η κατάσταση που επικρατούσε στην Αθήνα στα τέλη της πέμπτης δεκαετίας του 19ου αιώνα ήταν θλιβερή, κυρίως διότι δεν υπήρχαν κρατικές δομές κοινωνικής πρόνοιας. Όπως περιγράφει ο Αλέξανδρος Ραγκαβής[2], στις οδούς παρουσιαζόταν το φαινόμενο ρακένδυτες γυναίκες να είναι πεσμένες στις γωνίες απλώνοντας το χέρι στους διαβάτες, ενώ στα γόνατά τους και στα εξαντλημένα στήθη τους έφεραν βρέφη σε κατάσταση μαρασμού, γεμάτα έλκη και ημιθανή. Βεβαίως αναφέρεται στα έκθετα παιδιά, τα οποία συγκέντρωνε η Αστυνομία και τα παρέδιδε στις επαίτιδες, οι οποίες ανελάμβαναν να τα συντηρήσουν εν είδει τροφών.
Ωστόσο, τα αποτελέσματα ήταν δραματικά. Γι’ αυτό και ιδρύθηκε το Βρεφοκομείο Αθηνών, το οποίο έχουμε ήδη παρουσιάσει. Στο πλαίσιο της ανάπτυξης, μίας έστω υποτυπώδους κοινωνικής και υγειονομικής πολιτικής, ιδρύεται η Αστυκλινική. Το θεσμικό πλαίσιο ίδρυσής της είναι αξιοθαύμαστο και προϊόν μεταφοράς, στην ελληνική καθημερινότητα, θεσμού που λειτουργούσε από πολλών ετών στην Γαλλία, γεγονός το οποίο, όπως θα δούμε παρακάτω, οφείλεται στον εισηγητή του θεσμού. Η εισηγητική έκθεση ίδρυσης της Αστυκλινικής επικαλείτο την κατάσταση που επικρατούσε στην πόλη των Αθηνών και ανέφερε ότι θεωρείτο ότι θα ήταν ευεργετικός ο συνδυασμός της πρακτικής άσκησης των φοιτητών της Ιατρικής και της δωρεάν θεραπείας των ενδεών νοσούντων της πρωτευούσης.
Δημήτριος Ορφανίδης
Επικεφαλής (διευθυντής) τέθηκε, όπως είχε προβλεφθεί από το ιδρυτικό διάταγμα[3], ο πανεπιστημιακός καθηγητής Δημήτριος Ορφανίδης (1820-1892), διατηρώντας τη θέση αυτή έως τον θάνατό του. Πρόκειται περί σπουδαίας επιστημονικής φυσιογνωμίας, που άφησε βαθιά ίχνη στις ιατρικές εξελίξεις των Αθηνών και συνέδεσε άρρηκτα το όνομα και την επιστημονική του πορεία με την Αστυκλινική Αθηνών. Είχε γεννηθεί στη Σμύρνη και αδελφός του ήταν ο γνωστός και πολυσυζητημένος ποιητής και βοτανολόγος Θεόδωρος Ορφανίδης (1817-1886). Όταν εξερράγη η Επανάσταση, οι γονείς τους κατέφυγαν στην Τήνο και αργότερα στο Ναύπλιο προκειμένου να διασωθούν. Ο Δημήτριος αφού περάτωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Ναύπλιο, γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι, όπου αναγορεύθηκε διδάκτωρ.
Η ονομασία
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα ο Δ. Ορφανίδης διορίσθηκε νομίατρος, προσφέροντας μεγάλες υπηρεσίες όταν ξέσπασε η επιδημία χολέρας, γεγονός για το οποίο τιμήθηκε από τον βασιλέα Όθωνα. Υπήρξε ο ουσιαστικός παράγων ιδρύσεως της Αστυκλινικής, θεσμό στον οποίο χρησιμοποίησε τις γνώσεις και την εμπειρία από την παραμονή του στην Γαλλία. Υπηρέτησε επί δεκαετίες ως δημόσιος λειτουργός και Πρόεδρος του Ιατροσυνεδρίου.
Η επιτυχής ονομασία Αστυκλινική απέδιδε τη γαλλική εκδοχή (Clinique de la ville) για το «φιλανθρωπικόν άμα και διδακτικόν καθίδρυμα»[4], όπως αποκλήθηκε πολλά χρόνια αργότερα. Εκεί νοσηλεύονταν οι ενδεείς ασθενείς και κάθε χρόνο, όσο αύξανε ο πληθυσμός της πρωτεύουσας, τόσο αύξαναν και οι εξυπηρετούμενοι της Αστυκλινικής. Όταν οι ασθενείς αδυνατούσαν να προσέλθουν προς εξέταση, ο εφημερεύων γιατρός τον επισκεπτόταν κατ’ οίκον και εφ’ όσον χρειαζόταν, μεταφερόταν στην κλινική για δωρεάν νοσηλεία. Ο Δ. Ορφανίδης φροντίζει να δημοσιεύσει πολύτιμες πληροφορίες για το πρώτο έτος λειτουργίας της Αστυκλινικής. Σημειώνει ότι από τον έναρξη της λειτουργίας της (14 Νοεμβρίου 1857) μέχρι το τέλος 1858 εξυπηρετήθηκαν 2401 ασθενείς εκ των οποίων 1269 άνδρες και 1132 γυναίκες.
Ίδρυμα πτωχών
Στην πραγματικότητα η Αστυκλινική λειτούργησε ως νοσηλευτικό ίδρυμα των πτωχών, αλλά και εκπαίδευσης γιατρών, ιδιαίτερα από τις σκλαβωμένες ακόμη περιοχές (Κρήτη, Μακεδονία, Ήπειρος κ.ά.). Οι τελευταίοι επιστρέφοντας στις πατρίδες τους, χρησίμευαν ως φραγμοί στην κάθοδο γιατρών από άλλες χώρες και ασκώντας την επιστήμη τους, αναζωπύρωναν το αίσθημα της φιλοπατρίας. Ο υπόδουλος ελληνισμός απέβλεπε στους νέους αυτούς επιστήμονες για ένα καλύτερο μέλλον. Ταυτοχρόνως, από την ίδρυσή της, η Αστυκλινική διέθετε και Φαρμακείο, από το οποίο προμηθεύονταν δωρεάν τα φάρμακά τους και το απαραίτητο υγειονομικό υλικό (επιδέσμους, βαμβάκι, οινόπνευμα κ.ά.) οι άποροι και οι φτωχοί της πόλεως.
Στα πρώτα χρόνια λειτουργίας τα φάρμακα προμηθεύονταν οι ασθενείς από ιδιωτικά φαρμακεία της πόλης, ενώ μπορούσαν να έχουν δωρεάν βδέλλες για θεραπευτικές αφαιμάξεις αλλά και δικαίωμα πρόσβασης σε ιαματικά λουτρά! Η Αστυκλινική λειτούργησε ακόμη ως ασπίδα προστασίας για τα λαϊκά στρώματα σε περιόδους μεγάλων επιδημιών (τύφου, ευλογιάς κ.ά.). Το 1914 η Αστυκλινική θα καταργηθεί για να ανασυσταθεί μόλις δύο χρόνια αργότερα (1916). Διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην περίθαλψη των προσφύγων μετά το 1922.[5]
Στέγαση
Όταν ξεκίνησε τις εργασίες της, η Αστυκλινική στεγάστηκε στην οικία Γ. Σκουζέ κοντά στον ναό της Καπνικαρέας[6]. To 1871 μεταφέρθηκε στο πανεπιστημιακό ακίνητο της συμβολής των οδών Ακαδημίας και Σίνα, δίπλα από το Δημοτικό νοσοκομείο «Η ΕΛΠΙΣ», όπου και παρέμεινε μέχρι την κατάργησή της, το 1914. Όταν ανασυστάθηκε, λειτούργησε για μικρό χρονικό διάστημα πάλι στο πανεπιστημιακό κτίριο αλλά σύντομα (1917) μεταφέρθηκε στο επί της οδού Αριστείδου 6 μεγάλο ακίνητο ιδιοκτησίας Ι. Ευταξία[7].
Το τελευταίο κτίριο, το οποίο στέγασε τη λειτουργία της Αστυκλινικής Αθηνών από το 1933 και για επτά χρόνια, ήταν το σωζόμενο μέχρι σήμερα παραδοσιακό ακίνητο της οδού Πειραιώς 33 (παλαιότερα 29). Το σωζόμενο αυτό κτίριο, ήταν η κατοικία του καθηγητή της Ιατρικής και εθνικού ευεργέτη Σπυρίδωνα Μαγγίνα (1839-1919). Το κληροδότησε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπως και όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του. Το ακίνητο της οδού Πειραιώς χρησιμοποιήθηκε στην αρχή ως Πανεπιστημιακή Λέσχη.[8]
Ο επίλογος
Διευθυντής εκείνη την περίοδο της Αστυκλινικής ήταν ο Μενέλαος Σακόρραφος (1867-1943)[9], στον οποίο εξάλλου οφειλόταν και η μετακίνηση της Αστυκλινικής στο Μέγαρο Μαγγίνα της οδού Πειραιώς. Σημαίνουσα επιστημονική φυσιογνωμία είχε γεννηθεί στο Γαλάζι της Ρουμανίας από Κρήτες γονείς και είχε σπουδάσει στην Αθήνα και στο Παρίσι. Από το 1915 ήταν τακτικός καθηγητής Παθολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και υπήρξε πολυγραφέστατος.
Με δικές του εισηγήσεις διαμορφώθηκε το νέο κτίριο της Αστυκλινικής, κατά την τελευταία περίοδο λειτουργίας της, εισφέροντας τα μέγιστα στην κοινωνία των Αθηνών. Εκεί, στην οδό Πειραιώς, η Αστυκλινική θα λειτουργήσει μέχρι το 1940, όταν πλέον κρίθηκε πως είχε ολοκληρώσει τον κύκλο της. Καταργήθηκε με αναγκαστικό νόμο, αφού είχαν αναπτυχθεί διάφορες πανεπιστημιακές κλινικές και είχε δημιουργεί ένα ευρύ δίκτυο προστασίας των απόρων.