Στο κτίριο του Ιστορικού Αρχείου του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς θα παρουσιαστούν έργα του καλλιτέχνη Μάρκου Καμπάνη με θέμα «Αστικό ίχνος, εικαστική χαρτογράφηση ενός προαστίου». Πηγή έμπνευσης της εκθέσεως αποτέλεσαν βιομηχανικά ερείπια στον Ταύρο Αττικής, κυρίως στον άξονα της οδού Πειραιώς, και σημείο αναφοράς το πρώην βιομηχανικό κτίριο του ΠΙΟΠ που βρίσκεται στην περιοχή. Οι επισκέπτες θα έχουν τη χαρά να θαυμάσουν δεκαεπτά μεγάλων διαστάσεων έργα με κάρβουνο και παστέλ σε χαρτί. Η έκθεση πραγματοποιείται στο πλαίσιο του εορτασμού των Ευρωπαικών Ημερών Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Η έκθεση θα διαρκέσει ώς τις 16 Νοεμβρίου 2018 και θα είναι ανοιχτή καθημερινά εκτός Σαββάτου και Κυριακής από τις 9 π.μ.ως τις 6 μ.μ.
O Μάρκος Καμπάνης ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στο Κολλέγιο Αθηνών και σπούδασε ζωγραφική από το 1974 στο Wimbledon και στο St Martin’s School of Art, στο Λονδίνο όπου έμεινε ως το 1980. Παρακολούθησε επίσης για αρκετούς μήνες το εργαστήριο συντήρησης του Μιχαλαριά στο Λονδίνο καθώς και το εργαστήριο χαρακτικής, Apollo Etching Studio.
Το 1983 έζησε για έξι μήνες στην Φλωρεντία ζωγραφίζοντας τοπία και μελετώντας τα μουσεία της Ιταλίας. Aσχολείται με τη ζωγραφική, τη χαρακτική, την εικονογράφηση βιβλίων, την αγιογράφηση ναών, ενώ παλαιότερα και με τη σκηνογραφία. Είναι επιμελητής της Αγιορειτικής Πινακοθήκης της Ι.Μ. Σίμωνος Πέτρας, η οποία ασχολείται κυρίως με το εικαστικό έργο σύγχρονων καλλιτεχνών που έχουν εμπνευστεί από το Άγιον Όρος καθώς και με τη ιστορία της θρησκευτικής χαρακτικής που κάποτε άνθιζε εκεί.
Το κείμενο του καταλόγου της έκθεσης «Αστικό Ίχνος» έχει γράψει ο ιστορικός τέχνης Γιώργος Μυλωνάς. «Ο Κ. αισθάνεται να βλέπει στιγμές ανθρώπων, στιγμές που πέρασαν, στιγμές ιδιωτικές. Δεν επιτρέπει στον εαυτό του να δείξει την ψυχή ενός άλλου. Γι αυτό και τα έργα του έχουν ένα τρόπο κλεφτής ματιάς, σαν τη ματιά ενός περαστικού που βλέπει κάτι χωρίς να το αιχμαλωτίζει. Κλέβει το χρόνο, κλέβει αυτό που κάποτε υπήρξε δεδομένο ζωής και τώρα δεν το θέλουμε ούτε ως μνήμη.
Ο Κ. δεν είναι παλαιολάτρης. Άλλο τον συνεγείρει. Είναι ένας καλλιτέχνης που βλέπει το παράπονο του εγκαταλειμμένου. Τον βουβό θρήνο αυτού που το κηρύξαμε άχρηστο πια. Κοιτώντας τα έργα του νιώθεις ότι περπατάς μαζί του σε μια γειτονιά της Αθήνας που είναι αυτό που επίσημα λέγεται υποβαθμισμένη, που σημαίνει παραδομένη στη μοίρα της, αφημένη στα νύχια του χρόνου. Κι εκεί, κάπου, σαν να βρίσκεσαι σ΄ένα εργοστάσιο όπου μπαίνεις κι εσύ κι ο ζωγράφος λαθραία, γιατί μόνο λαθραίοι ξώμπαρκοι μπορούν πια να μπουν εδώ.
Ο Κ. δεν βλέπει και δεν μας περιγράφει κάποιο κομμάτι μιας πόλης, δεν μας δίνει μια συνοικία. Αυτό που βλέπει για μας είναι λείψανα. Λείψανο συνοικίας – κανείς δεν μένει πια εδώ. Δεν υπάρχει πουθενά ζωή τρέχουσα, υπάρχει μόνο ζωή περασμένη, ζωή που έφυγε πια. Η ζωή εδώ είναι μνημόσυνο, η εγκατάλειψη είναι το τροπάριό της.
Η ματιά του ζωγράφου, εκφρασμένη από το σίγουρο και κοφτερό χέρι που του δίνει η μαστοριά του στη ζωγραφική και τη χαρακτική, εκφράζει οδύνη. Οδύνη όχι διότι κάτι έπαψε να ανασαίνει αλλά διότι εμείς ξεχάσαμε πως οι αναπνοές του είμαστε εμείς»