Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ήταν Νοέμβριος 1966 όταν έκπληκτοι οι Αθηναίοι έβλεπαν παντού αρουραίους! Είναι «οι αρουραίοι μυς / φρικτοί επιδρομείς», όπως τους αποκαλούσε ο Γεώργιος Σουρής, πολλά χρόνια νωρίτερα, ο οποίος δεν έχανε τότε την ευκαιρία να στήνει πραγματικό στιχοπανηγύρι για τους αρουραίους των δρόμων αλλά και τους άλλους, τους αρουραίους των κρατικών ταμείων.
Οι ειδήσεις που έβλεπαν τότε το φως της δημοσιότητας προκαλούσαν τρόμο στους Αθηναίους. Ωστόσο ορισμένες εξ αυτών ήταν ιδιαιτέρως χαριτωμένες και προσπαθούσαν να διασκεδάσουν την κατάσταση. Ο Θέμος Δασκαλόπουλος βρήκε την ευκαιρία κυριολεκτικώς να παίξει με τη γραφίδα του σημειώνοντας πως μεγάλοι, πολύτεκνοι αρουραίοι με εγγόνια και δισέγγονα και ασταμάτητη βουλιμία σουλάτσαραν στα έγκατα της πρωτεύουσας. Τα τρωκτικά προτιμούσαν να συχνάζουν στα ερείπια του κλασικού μας πολιτισμού, σε εγκαταλελειμμένα σπίτια και αποθήκες αλλά και σε κοσμικές και κοσμοβριθείς ακτές.
Φαίνεται πως προτιμούσαν τα υπόγεια, αφού από εκεί μπορούσαν εύκολα να κινούνται μέσω σπασμένων αγωγών κάτω από την πόλη. Υπήρχαν όμως και τα «λίκνα των αρουραίων», οι περιοχές που ο πληθυσμός τους εμφανιζόταν υπεραυξημένος. Από το παραλιακό μέτωπο, για λόγους που δεν γνωρίζουμε, προτιμούσαν την περιοχή του Αγίου Κοσμά απέναντι από το αεροδρόμιο. Από τις κατοικημένες περιοχές έδειχναν προτίμηση σε τέσσερις γειτονιές, όπου κυκλοφορούσαν αρουραίοι σαν… μικρές γάτες, όπως μας ενημερώνει ο Βασίλης Πλάτανος. Ήταν οι περιοχές του Θησείου, του Κεραμεικού, της Αγίας Τριάδος και των Άνω Πετραλώνων.
Ορμητήριό τους ήταν οι δύο εγκαταλελειμμένες αγορές. Η Λαχαναγορά, στην συμβολή της Ιεράς Οδού με την Πειραιώς, εκεί όπου σήμερα απλώνεται το όμορφο πάρκο και η γειτονική Οπωραγορά, στην συμβολή της οδού Πειραιώς με την απόληξη της οδού Ηρακλειδών. Από εκεί εξορμούσαν κυκλοφορώντας στους δρόμους, μπαίνοντας στις αποθήκες, στα καταστήματα και στα σπίτια, ιδιαίτερα σε αυτά των συνοικισμών που ήταν και τα πλέον πρόσφορα. Η εμφάνιση των αηδιαστικών τρωκτικών προκαλούσε αγανάκτηση και διαμαρτυρίες αλλά και φόβους. Στο κλίμα που επικρατούσε προστέθηκαν και οι ανακοινώσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας που έκαναν λόγω για εξάπλωση της πανώλης.
Το περιορισμένο ενδιαφέρον για την εξόντωσή τους είχε φέρει στις πόλεις τα τρωκτικά της υπαίθρου. Τα οποία, ως προς την Αθήνα, δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους και στις αποκαλούμενες αριστοκρατικές συνοικίες. Έστω και καθυστερημένα τότε αντέδρασαν οι Αρχές κηρύσσοντας έναν ανελέητο πόλεμο, ο οποίος έμεινε γνωστός ως «δημοσιοϋπαλληλομυομαχία». Το «στρατηγείο» στήθηκε στο Δημόσιο Απολυμαντήριο, το οποίο εδρεύει ακόμη και έως σήμερα στην Ιερά Οδό. Από εκεί εκστράτευε το μοναδικό αυτοκίνητο που διέθετε η υπηρεσία, φορτωμένο με τα… πυρομαχικά που ήταν δόκανα και δολώματα.
Κύριο όπλο το θανατηφόρο «Γουορφαρίν» το οποίο ανακάτευαν με λαχταριστούς μεζέδες για τους φαγάδες αρουραίους. Το ανακάτευαν και με αραβοσιτάλευρο και το σκόρπιζαν στα στέκια του… εχθρού. Την επομένη πήγαιναν για να μαζέψουν από το πεδίο της μάχης τα «πτώματα». Εντέλει το πρόβλημα βρήκε τη ριζική λύση του την επόμενη διετία και αφού κατεδαφίστηκαν τα ερείπια των αγορών και πραγματοποιήθηκε ριζική μυοκτονία. Έτσι σταμάτησε «των αρουραίων ο χορός / ο κακοήθης κι οχληρός / (που) ευρήκε της ζωής πηγήν / εις ταύτην την πλουσίαν γην», όπως έγραφε πολλά χρόνια νωρίτερα ο Γ. Σουρής στο «Ρωμηό» του. Όσο για την επόμενη μεγάλη επιδρομή αρουραίων σημειώθηκε περίπου είκοσι χρόνια αργότερα στην περιοχή της Τερψιθέας του Πειραιώς.