Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Παραμονές των Χριστουγέννων το επίκεντρο του ενδιαφέροντος του Τύπου στρεφόταν όπου και τα βλέμματα όλου του κόσμου, στην Αγορά των Αθηνών. Εκεί κατευθύνονταν πλούσιοι και φτωχοί, εκεί χτυπούσε η καρδιά της πόλης, εκεί καταγράφονταν και τα περισσότερα κουτσομπολιά. Αν γυρίσουμε το βλέμμα μας πίσω, θα συναντήσουμε τις γραφικότητες να διαδέχονται η μία την άλλη. Όπως η καθιερωμένη χριστουγεννιάτικη επίσκεψη του Ανδρέα Συγγρού στην Αγορά, στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο πάμπλουτος κάτοικος της σημερινής λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας πήγαινε για τα ψώνια του στην οδό Αθηνάς, περισσότερο για να έχει προσωπική εικόνα για την κίνηση, αλλά και για να συναντήσει τις φιγούρες που ομόρφαιναν τη ζωή της πόλης.
Όπως τον πασίγνωστο Δημήτρη Παπανικολάου. Δεν ήταν ένας απλός λαχανοπώλης της Αγοράς των Αθηνών. Οι περισσότεροι τον γνώριζαν με το παρατσούκλι «Καμπούρης» και προμήθευε με λαχανικά και πουλερικά το παλάτι, πολλές πρεσβείες και μεγάλες προσωπικότητες.
Ο εν λόγω λαχανο-ορνιθοπώλης ήταν ένας υπερήφανος λεβεντάνθρωπος, ο οποίος μάλλον δικαιολογημένα θεωρούσε τον εαυτό του σημαντικό συντελεστή των μεγάλων γευμάτων που δίνονταν στο παλάτι τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. Φρόντιζε να βάζει στην άκρη τις πιο θρεμμένες και τρυφερές γαλοπούλες για τους εκλεκτούς πελάτες του.
Ανάμεσά τους και ο Βλάσης Γαβριηλίδης, ο οποίος φρόντιζε πάντα να επισκέπτεται παραμονές των Χριστουγέννων τον φίλο του «Καμπούρη» στην Αγορά και πάντα ξεκαπέλωτος, ίσως ο μόνος που εμφανιζόταν δημοσίως χωρίς καπέλο εκείνη την εποχή. Ήταν πρωτοπόρος και σε αυτό, όπως και στη χορτοφαγία. Κατόρθωνε δε, να κάνει μόδα τις δικές του συνήθειες, αφού ήταν από τους ισχυρότερους άνδρες της εποχής του, ίσως ο πλέον ισχυρός μετά τον βασιλιά, όπως έγραφε ο Κ. Φαλτάιτς [1].
Αλλά υπήρχε ακόμη ένα στέκι στην Αγορά των Αθηνών όπου συναντιόνταν οι προσωπικότητες της εποχής. Το «Λαχανο-Ορνιθοπωλείον» του Αλέξανδρου Κώτση, στην αριστερή γωνιαία πλευρά του πρώτου εσωτερικού τμήματος της Αγοράς. Εκεί εμφανίζονταν ο Ιωσήφ Σερπιέρης, ο Αλέξανδρος Σκουζές, αλλά και ο Ευστάθιος Λάμψας, ο ιδιοκτήτης της «Μεγάλης Βρεταννίας», ο οποίος επισκεπτόταν μόνος την Αγορά και επόπτευε τις παραγγελίες. Οι γνώστες του χώρου τον θεωρούσαν «καλλιτέχνη ψωνιστή». Αν και είχε συγκεκριμένα καταστήματα όπου έκανε τα ψώνια του, φρόντιζε να μην αφήνει κανέναν παραπονεμένο. Επιθεωρούσε τα πάντα και όπου εντόπιζε κάτι εκλεκτό έδινε εντολή να το ξεχωρίσουν. Ένας ακόμη από τους ξεχωριστούς πελάτες της Αγοράς ήταν και ο παλαιός πολιτευτής και για μικρό χρονικό διάστημα αργότερα Πρωθυπουργός Νικόλαος Καλογερόπουλος. Χωρίς την επιδεικτική ζωή των πλούσιων που έδιναν γεύματα, όπως ο Συγγρός και ο Σερπιέρης, εκείνος φρόντιζε να καλεί λίγους και εκλεκτούς φίλους, προσφέροντας είδη άρτια παρασκευασμένα.
Αυτά συνέβαιναν στην Αγορά των Αθηνών στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Η χριστουγεννιάτικη κίνηση έδινε το «σύνθημα» και οι διάφοροι τύποι, αριστοκρατικοί ή λαϊκοί, πρωταγωνιστούσαν, ο καθένας με τα δικά του χαρακτηριστικά ή τις δικές του ιδιομορφίες. Τις ίδιες ημέρες, δηλαδή παραμονές των Χριστουγέννων, ο έμπιστος ιδιαίτερος του Κλειδούχου της βασίλισσας Όλγας, αργότερα συμβολαιογράφος Ευγένιος Κωστόπουλος, περιερχόταν την πόλη έχοντας στα χέρια του έναν κατάλογο 200-300 ονομάτων οικογενειών που έπασχαν οικονομικά. Τους έδινε βοηθήματα, τα οποία κανείς δεν γνώριζε και κανείς δεν μάθαινε.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία», 20/12/2013.