Εις τας Αθήνας κυκλοφορούν πενήντα έως εξήντα μονόκλ. Εις το Παρίσι είνε άπειροι οι άνθρωποι που γυρίζουν εις τους δρόμους με φεγγίτην. Εξ αυτών ολίγοι τον φορούν εξ ανάγκης, οι άλλοι το κάνουν από ιδιοτροπίαν ή από ματαιοδοξίαν ή και από υπολογισμόν. Κατηγορούμεν τας κυρίας, διότι βάφονται. Αλλά επί τέλους εκείναι με την αυτοζωγραφικήν των έχουν σκοπόν να κρύψουν ασχημίας, εάν το κατορθώσουν, ενώ οι μονοκλοφόροι προσθέτουν απλώς μίαν.
Εάν υπό αισθητικήν έποψιν ο φεγγίτης είνε απορριπτές, υπό κοσμικήν όμως είνε σημαντικός. Επί χρόνια τώρα τα μυαλά των ανθρώπων απέδωσαν και εξακολουθούν ακόμη ν’ αποδίδουν εις τον μονύελον ή μάλλον εις τον ιδιοκτήτην του ιδιότητας φανταστικάς.
Μονόκλ λοιπόν σημαίνει ευγενής καταγωγή, διπλωματική δεινότης, ιδιορρυθμία χαρακτήρος, ατομικότης εξαιρετική, ετήσιον εισόδημα μεγάλο ή χρέη ετήσια επίσης μεγάλα, ιπποτισμόν εις όλας τας δυνατάς εκφάνσεις.
Με δύο φράγκα και με ολίγην επιμονήν αποκτά κανείς τ’ ανωτέρω προσόντα. Κατ’ αναλογίαν έπρεπε να έχη τα διπλά προτερήματα ο φέρων γυαλιά και εις τα δύο μάτια, αλλά το πράγμα δεν είνε έτσι, και δυσκολεύομαι να εννοήσω το διατί.
Τέλος πάντων, διά να θεωρηθή κανείς ιππότης, πρέπει να πάσχη μυωπίαν ή πρεσβυωπίαν από το εν μόνον μάτι. Αν υποφέρη και από τα δύο, είνε πρόστυχος. Εις την Γαργαρέτταν, εις του Ψυρρή, εις την Παλαιάν Αγοράν διά ν’ αναγνωρισθή ο τάδε Μιστόκλης ως παλληκαράς οφείλει να γέρνη από τον ένα ώμον και να κουτσαίνη ελαφρώς από το ένα πόδι. Αι μονομερείς αυταί παθήσεις του προσδίδουν εξαιρετικήν αίγλην εις τα όμματα των μόρτιδων και των δουλικών της γειτονιάς. Αν ο Μιστόκλης, αντί ν’ αρχίση το στάδιόν του εις μίαν συνοικίαν και να δημιουργήση φήμην εις της ταβέρνες και τ’ αστυνομικά δελτία, είχε τάσεις αριστοκρατικάς, θ’ άφινε και τους δύο ώμους του ησύχους εις επίπεδον οριζόντιον και δεν θα είχε διαρκώς τον νουν του να κουτσαίνη από το ένα πόδι. Αντί όλων αυτών, θα εκούρδιζεν ένα μονόκλ και η δουλειά του θα ήτο τελειωμένη. Το μόνον που θα ημπορούσε να τον σταματήση κάπως θα ήτον ο φόβος της Αθηναϊκής ειρωνίας, της αδιακόπως αγρύπνου.
Διά τον αυτόν λόγον πολλοί συμπολίται μας, που έβλεπαν λαμπρά εφ’ όσον ευρίσκοντο επί του πατρίου εδάφους, αρχίζουν να υποφέρουν από αδυναμίαν του ενός ματιού μόλις περάσουν τα Γαλλικά σύνορα.
Ευτυχώς φροντίζουν να συμμορφώνονται με ό,τι επιβάλλει η οφθαλμολογία.
Από ένα μαύρο κορδονάκι κρεμούν ακίνδυνον γυαλί, το οποίον μεταχειρίζονται οσάκις δεν έχουν τίποτε να ιδούν.
Α. ΜΑΥΡΟΥΔΗΣ