Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Τα «ανταλλακτήρια χρυσού», τα οποία ξεφύτρωσαν απ’ άκρου εις άκρον σε όλη τη χώρα, ιδιαιτέρως δε στις μεγαλουπόλεις, είναι στοιχείο που συνοδεύει τις μεγάλες οικονομικές κρίσεις της πατρίδας μας. Τόσο μετά το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν», που αποδίδεται στον Χαρίλαο Τρικούπη, όσο και μετά τη μεγάλη περιπέτεια των αρχών της δεκαετίας του 1930, τα ενεχυροδανειστήρια έδιναν ηχηρό «παρών». Συνόδευαν τη φτώχεια του ελληνικού λαού και τη διαφθορά που επικρατούσε σε όλους τους κλάδους της διοίκησης.
Πάντα το φαινόμενο συνδεόταν με υποθέσεις φοροδιαφυγής, τοκογλυφίας και πάσης φύσεως απατεωνιές και πάντα νομοθετικές ρυθμίσεις για την περιστολή του ακολουθούσαν καθυστερημένα. «Άγριοι γδέρνουν το τομάρι εκείνων, οι οποίοι έσχον την ατυχίαν να περιπέσουν εις τας χείρας των», έγραφε το 1894 ο Βλάσης Γαβριηλίδης, ο οποίος μέσω της «Ακροπόλεως» πολέμησε σφοδρά τα ενεχυροδανειστήρια και όσους κρύβονταν πίσω τους. Πέρασαν 124 χρόνια και ισχύουν τα ίδια.
Πλημμύρισαν την πόλη
Βέβαια η συνήθεια να δίνονται ενέχυρα διάφορα αντικείμενα προς εξασφάλιση των πιστωτών, καθιερώθηκε με Διάταγμα από τα χρόνια του Όθωνα (1836), ενώ επί Ενετοκρατίας λειτουργούσαν ενεχυροδανειστήρια στα Επτάνησα (Κέρκυρα, Ζάκυνθο). Αλλά η μεγάλη τους ακμή σημειώνεται μετά την πτώχευση του Τρικούπη (1893). Σε σκοτεινά καταστήματα, σε παρόδους των Αθηνών, εμφανίστηκαν για πρώτη φορά τα ενεχυροδανειστήρια, στη μικρή Αθήνα των 100.000 κατοίκων.
Δημιουργήθηκαν περίπου πενήντα τέτοιες «επιχειρήσεις», εκ των οποίων μόνον ένδεκα ή δώδεκα ήταν γνωστές στην Αστυνομία. «Εις την Πλάκα, εις του Ψυρρή, εις την Νεάπολιν, εις το Κολωνάκι ακόμη, εις κάθε παράθυρον, εις κάθε υπόστεγον, εις κάθε τρύπαν, βλέπετε και από μίαν επιγραφήν ανηρτημένην επί πινακίδος με μεγάλα γράμματα “Δίδονται δάνεια επί ενεχύρω”», έγραφε ο Βλάσης Γαβριηλίδης, αποκαλύπτοντας ότι πίσω τους κρύβονταν γνωστά μέλη της αθηναϊκής κοινωνίας.
Τα «κελεπούρια»
Έμποροι της οδού Αιόλου, δημοτικοί σύμβουλοι, πρώην υπουργοί, γιατροί, πλούσιες γυναίκες που εμπλέκονταν στις φιλανθρωπικές κινήσεις της εποχής κ.ά. ήταν οι πραγματικοί ιδιοκτήτες τους. Οι ενεχυροδανειστές έπαιρναν από τους «κεφαλαιούχους» μια προκαταβολή 500 ή 1.000 δραχμών και τους έδιναν ενέχυρα ίσης αξίας. Όταν παρουσιαζόταν για ενεχυρίαση κάποιο «κελεπούρι», το έπαιρναν δήθεν να το εκτιμήσουν, αλλά στην πραγματικότητα για να πάρουν το απαραίτητο ποσό από τον χρηματοδότη τους. Ο μηνιαίος τόκος ανερχόταν τουλάχιστον σε 4%. Οι προβλέψεις των Νόμων, όπως η απαγόρευση εκποίησης ενεχύρου πριν από την έκδοση δικαστικής απόφασης, αντιμετωπίζονταν από καλοπληρωμένους δικηγόρους με ειδικά συμφωνητικά.
Πολύτιμα αντικείμενα, τιμαλφή και περιουσίες ολόκληρες άλλαζαν χέρια. Τίποτα δεν ξέφευγε από την εκποίηση: ρολόι φοιτητή, βραχιόλι κοπέλας, διαμαντικά χήρας, ομολογίες φτωχής ράφτρας, εργόχειρα αλλά και βιβλιοθήκες πενόμενων επιστημόνων. Τα περισσότερα από τα πολυτελή πράγματα που εισέρχονταν στα ενεχυροδανειστήρια δεν επέστρεφαν στους ιδιοκτήτες τους, ακόμη και σε εκείνους που προσπαθούσαν να είναι συνεπείς. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις εξαφάνισης των ενεχυροδανειστών ώστε να περνά άπρακτη η συμφωνημένη ημερομηνία και να αποκτούν την κυριότητα των αντικειμένων.
Η επόμενη κρίση!
Η πτώχευση και η κρίση έσπρωχναν τον κόσμο στα ενεχυροδανειστήρια. Τότε έδρασε στην Αθήνα ακόμη και Ελβετός ενεχυροδανειστής, ο οποίος, αφού έβαλε στο χέρι μεγάλες ποσότητες κοσμημάτων κυριών της αθηναϊκής κοινωνίας, εξαφανίσθηκε. Ξέσπασε σκάνδαλο, αποκαλύφθηκαν πρόσωπα και γεγονότα. Συχνά βρίσκονταν στη φυλακή ορισμένοι εκ των ενεχυροδανειστών, κατηγορούμενοι τις περισσότερες φορές για τοκογλυφία ή κλεπταποδοχή. Παρά τις επανειλημμένες καταγγελίες του Τύπου για την ανάγκη δημιουργίας επίσημου Ενεχυροδανειστηρίου, χρειάστηκε μία ολόκληρη 40ετία και μια ακόμη μεγάλη οικονομική κρίση για να επανέλθει το θέμα στην επικαιρότητα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, μέσα στη σφοδρή οικονομική κρίση και ενώ η τοκογλυφία παρέμενε παντοδύναμη, εμφανίστηκαν πάλι τα ενεχυροδανειστήρια, με ιδιαίτερη αδυναμία στον χρυσό. Αγόραζαν τα πάντα, από σερβίτσια και ταμπακέρες μέχρι χρυσά δόντια! Τότε πλέον έγραφαν οι εφημερίδες πως το συσσίτιο για τους ανέργους ήταν απαραίτητο, το άσυλο για τους επαίτες κοινωνική ανάγκη αλλά ποιος θα φρόντιζε για τους αξιοπρεπείς πένητες που ήθελαν «κρυφήν την ένδειάν των και συγκεκαλυμμένην την κατάπτωσίν των»; Ζητούσαν την ίδρυση δημοτικού ή κρατικού ενεχυροδανειστηρίου για να πάψουν πλέον η εκμετάλλευση του κόσμου και η αφαίμαξη των τελευταίων ικμάδων της περιουσίας του. Ανθρώπινες τραγωδίες διαδραματίζονταν.
Τόκος μέχρι 400%!
Ενεχυροδανειστές χωμένοι παντού, σε παλιομάγαζα της αγοράς ή σε υπόπτου πολυτελείας γραφεία, ρουφούσαν ως ενέχυρα τις πολυτιμότερες οικογενειακές αναμνήσεις. Μανάδες έφταναν να ευλογούν τον τοκογλύφο που για λίγες δραχμές έπαιρνε τα σταυρουδάκια των παιδιών τους. Έγραφαν οι εφημερίδες πως «δυστυχίαι περιφέρονται καθημερινώς εις τους δρόμους και οι ενεχυροδανεισταί κάνουν θραύσιν» στήνοντας πρόχειρες ξύλινες κατασκευές ακόμη και στη μέση του δρόμου. Τα νούμερα που σημειώθηκαν σε εκείνη την κρίση ήταν πρωτάκουστα. Έφτασαν στο σημείο οι επιτήδειοι να πραγματοποιούν ενεχυριασμούς με τόκο που έφτανε στα 400%!
Τα σκάνδαλα, οι αυτοκτονίες, οι τραγικές εικόνες στο κέντρο της πρωτεύουσας και η κατακραυγή του κόσμου και του Τύπου υποχρέωσαν τις κυβερνήσεις να προχωρήσουν στην ίδρυση κρατικού ενεχυροδανειστηρίου. Συγκεκριμένα, το 1933 ιδρύθηκε με νόμο και υπό την αιγίδα του κράτους το πρώτο επίσημο «ΚΡΑΤΙΚΟΝ ΕΝΕΧΥΡΟΔΑΝΕΙΣΤΗΡΙΟΝ», ως υπηρεσία του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου που υπαγόταν τότε στο υπουργείο Συγκοινωνίας. Το Κρατικό αυτό Ενεχυροδανειστήριο του Νέου Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου συμπληρώνει 85 ολόκληρα χρόνια ζωής. Διατηρεί δύο καταστήματα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, τα οποία ωστόσο δεν μπόρεσαν να ανακόψουν τα εκατοντάδες καταστήματα «αγοράς χρυσού» που κατέκλυσαν τη χώρα συνοδεύοντας την οικονομική κρίση των ημερών μας. Ανάμεσά τους και δημιουργοί μεγάλων δικτύων, που αποκαλούνται και «βασιλείς του χρυσού»…