Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Το… φύσαγαν και δεν κρύωνε οι βενιζελικοί μετά τις βουλευτικές εκλογές του 1920, που θεωρείται ότι άλλαξαν τον ρου της ελληνικής Ιστορίας. Είναι γνωστό ότι η επιλογή του Ελευθερίου Βενιζέλου να διεξάγει εκλογές ήταν λανθασμένη. Το κόμμα του, το Κόμμα των Φιλελευθέρων, χάρη στο εκλογικό σύστημα ηττήθηκε, παρά το γεγονός ότι έλαβε περισσότερες ψήφους. Τις εκλογές κέρδισε η «Ηνωμένη Αντιπολίτευσις» με τον Δημήτριο Γούναρη. Αλλά το μεγάλο κτύπημα για τους φιλελεύθερους ήταν η μη εκλογή του Ελ. Βενιζέλου, ο οποίος απογοητευμένος έφυγε για το Παρίσι δηλώνοντας ότι αποχωρεί από την πολιτική. Ποιος ήταν όμως εκείνος που νίκησε τον Βενιζέλο στην Αττικοβοιωτία και τον οδήγησε στην αυτοεξορία;
Ουσιαστικά, επαναλαμβανόταν ό,τι είχε συμβεί με τον Χαρίλαο Τρικούπη το 1895, όταν είχε επικρατήσει ο ανθυποψήφιός του στο Μεσολόγγι και ακούστηκε το περίφημο «Ανθ’ ημών (Μιλτιάδης) Γουλιμής». Στην περίπτωση του Ελευθερίου Βενιζέλου το 1920 κατέλαβε την έδρα και εκλέχτηκε βουλευτής ο 39χρονος καταγόμενος από το Δίστομο δικηγόρος Ιωάννης Κίνιας. Όπως ήταν φυσικό, βρέθηκε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και εναγωνίως οι εφημερίδες αναζητούσαν φωτογραφία του προς δημοσίευση. «Η δημοσίευσις της εικόνος του εζητείτο σαν ψωμί εν ώρα αποκλεισμού από μερικάς χιλιάδας ανθρώπων», όπως έγραφε εύστοχα αλλά χολωμένος έγραψε ο βενιζελικός Κώστας Αθάνατος.[1]
Αλλά και ο Ι. Κίνιας δεν καθόταν… φρόνιμα και προκαλούσε λέγοντας ότι «ο ελληνικός λαός, κρίνων ως δίκαιος κριτής εμέ και την πολιτικήν μου και τον κ. Βενιζέλον και την πολιτικήν του, απεφήνατο υπέρ εμού και κατ’ εκείνου δια καταπληκτικής πλειοψηφίας»! Με τούτα και μ’ εκείνα τον τιμούσαν οι αντίπαλοί του με εντυπωσιακά πρωτοσέλιδα. Αλλά εκείνος δεν πτοούνταν λέγοντας ότι τον προτιμούσε ο λαός διότι «είμαι σαρξ εκ της σαρκός του και η συνισταμένη της ολότητος των Ελλήνων»![2]
Ο δυναμικός πολιτευτής απολάμβανε την εκτίμηση των συμπολιτών του και διακρινόταν για τον αυθορμητισμό και τα αντανακλαστικά του. Η εκλογή του τον έφερε στο επίκεντρο των εξελίξεων και η πορεία του στην πολιτική ζωή του τόπου υπήρξε μακρά. Αποδείχτηκε πως η εκλογή του δεν ήταν τυχαία, αλλά ο γεννημένος το 1881 πολιτικός ήταν αποφασισμένος να διαδραματίσει ρόλο. Εκλέχθηκε εκ νέου βουλευτής του Λαϊκού Κόμματος το 1926, ενώ διετέλεσε γερουσιαστής (1929-1932) και αντιπρόεδρος της Γερουσίας (1932-1934). Επανεκλέχθηκε βουλευτής το 1946 με το Εθνικό Κόμμα Ελλάδος του Ναπολέοντα Ζέρβα, ενώ το 1947 προσχώρησε στο Δημοκρατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα του Γεωργίου Παπανδρέου.
Η παρουσία του στα έδρανα ήταν θυελλώδης και μνημειώδεις οι αντιδράσεις και διαφωνίες του. Στην πρώτη βουλευτική θητεία του δεν ήταν λίγες οι φορές που επετέθη εναντίον των αντιπάλων του.[3] Δεν δίστασε να συγκρουστεί ακόμη και με τον πανίσχυρο Νικόλαο Λεβίδη, ο οποίος τον προσέβαλε λέγοντάς του «να μη διακόπτης εμένα μωρέ χωρικέ της Λεβαδείας, ο οποίος δεν θα επανίδης την Βουλήν». «Συ δεν θα επανίδης την Βουλήν διότι είσαι τεθνεώς πολιτικώς» του απάντησε ο Κίνιας, ο οποίος δικαιώθηκε αφού ο Λεβίδης δεν επανεκλέχθηκε βουλευτής!
Βασικός συντάκτης του Συντάγματος του 1952
Ήταν υπέρ της κατάργησης της μονιμότητας και ισοβιότητας των δικαστών[4] ενώ υπήρξε εκ των βασικών συντακτών του Συντάγματος 1952. Η τελευταία βουλευτική θητεία σημειώθηκε τη διετία 1957-58, όταν διαδέχτηκε τον αποβιώσαντα Λουκά Κουτσοπέταλο. Έφυγε από τη ζωή τον Φεβρουάριο 1963 και στην τελευταία του κατοικία τον συνόδευσαν η σύζυγός του Κρυσταλλία και τα παιδιά του Σπύρος, Δημοσθένης και Παναγιώτης.[5] Ο γιος του Δημοσθένης εκλέχθηκε τρεις φορές βουλευτής Βοιωτίας με την Ένωση Κέντρου στη δεκαετία 1960, ενώ πολιτεύθηκε και ο συνονόματος εγγονός του δικηγόρος Ιωάννης Δ. Κίνιας, που διετέλεσε και πρόεδρος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού.