Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Την Πρωτομαγιά του 2020 καταστράφηκε μεγάλος μέρος του εσωτερικού του νεοκλασικού κτιρίου της οδού Σταδίου 47. Λίγοι όμως σύγχρονοι γνωρίζουν την ιστορία του ιδιοκτήτη του, την οποία οι Έλληνες έμαθαν στο γύρισμα του 1895 προς το 1896. Τότε δημοσιοποιήθηκε η ύστατη προσφορά στην πατρίδα ενός ευγενούς. Ανοίχτηκε η διαθήκη του Αλεξάνδρου Α. Σούτσου (22 Αυγούστου 1839-25 Δεκεμβρίου 1895), μέσω της οποίας άφηνε την περιουσία του στο έθνος. Ο φιλόμουσος και φιλόκαλος γόνος της ηγεμονικής οικογένειας, αθόρυβος φιλάνθρωπος που έζησε μακριά από επιδείξεις και αναζητήσεις ηθικών αμοιβών.
Ωστόσο έπραξε όσα ανέμεναν όσοι τον είχαν γνωρίσει και οι ελάχιστοι στους οποίους είχε εμπιστευτεί τα οράματά του. Κανόνισε ώστε μετά το θάνατο της συζύγου του η περιουσία του, ύψους 2.500,000 – 3.000.000 δραχμών και η κατοικία του (Φιλελλήνων και Ξενοφώντος) και το ακίνητο της οδού Σταδίου, να περιέλθουν στο κράτος για να δημιουργηθεί ένα Μουσείο Τέχνης επ’ ονόματί του. Ήταν γιος του Αλέξανδρου Σούτσου και της Ζωής Μουρούζη, κόρης του μεγάλου διερμηνέα Κωνσταντίνου Μουρούζη, τον οποίο αποκεφάλισαν οι Τούρκοι. Ο Αλέξανδρος σπούδασε στην Αθήνα και συμπλήρωσε τις σπουδές του στο Παρίσι.
Λοχαγός και διπλωμάτης
Πραγματικός μύστης της πολιτικής οικονομίας, δημοσίευσε πολλές μελέτες του, ενώ υπήρξε ακάματος μελετητής των αρχαίων συγγραφέων. Κατήρτισε σπουδαία συλλογή έργων τέχνης και βιβλιοθήκη, τα οποία στέγαζε στο αρχοντικό του της οδού Φιλελλήνων. Κατά τη μεταπολίτευση υπηρέτησε ως λοχαγός της εθνοφυλακής προσφέροντας πραγματικές υπηρεσίες στη δημόσια τάξη. Παρά τη νεαρά ηλικία του ήξερε να επιβάλλεται, αψηφώντας κάθε κίνδυνο.
Εισήλθε στο διπλωματικό στάδιο και υπηρέτησε επί πενταετία ως γραμματέας της ελληνικής πρεσβείας στο Παρίσι κατά την κρίσιμη περίοδο του γαλλογερμανικού πολέμου. Επέδειξε φιλοπονία, νοημοσύνη και διπλωματική εμπειρία, αλλά παραιτήθηκε για λόγους φιλοτιμίας, όταν δεν του απονεμήθηκε ο προβλεπόμενος προβιβασμός. Θιασώτης της μόρφωσης του λαού υπήρξε από τους ιδρυτές της «Εταιρείας των Φίλων του Λαού», της οποίας διετέλεσε και πρόεδρος, διδάσκοντας και ο ίδιος πολιτική οικονομία.
Φιλάνθρωπος
Επί πρωθυπουργίας Αλεξάνδρου Κουμουνδούρου συνέταξε τέλειο οργανισμό για τη μόρφωση Ελλήνων ηθοποιών και την κατάρτιση εθνικού θεάτρου βάσει γαλλικών προτύπων. Από τα αρχαιότερα μέλη του Συλλόγου «Παρνασσός», τίμησε το βήμα του με εμβριθείς μελέτες απολαμβάνοντας την αγάπη και την τιμή των νεότερων. Υπέρ της στρατιωτικής εκγύμνασης των πολιτών και της πολεμικής προπαρασκευής του έθνους, έδωσε πρώτος το παράδειγμα υπηρετώντας στην εθνοφρουρά.
Αν ληφθούν υπόψη οι οικογενειακές παραδόσεις του, ερμηνεύεται η άποψή του περί συστηματικής διεκδίκησης των εθνικών πόθων με τα όπλα. Ειλικρινής και ανεπιτήδευτος, κληρονόμησε τα φιλάνθρωπα αισθήματα της μητέρας του και υπήρξε σε όλη του τη ζωή πρόθυμος θεράπων της ανθρώπινης δυστυχίας. Ευτύχησε να παντρευτεί γυναίκα επίσης από ηγεμονικό φαναριώτικο οίκο, τη Ναταλία, εγγονή του Μιχαήλ Βόδα. Το σπίτι τους στην οδό Σταδίου υπήρξε το καταφύγιο όσων είχαν ανάγκη συνδρομής και η Ναταλία Σούτσου πρωτοστάτησε στην ίδρυση των σημαντικότερων φιλανθρωπικών καταστημάτων της πρωτεύουσας.
Αναξιοποίητη…
Το Μουσείο του, όπως το σχεδίαζε με τη διαθήκη του, ήθελε να στεγάζεται στο ακίνητό του και να αποτελείται από τρία τμήματα: Πινακοθήκη, Νομισματοθήκη και Βιβλιοθήκη. Μέσω ενός δαιδαλώδους θεσμικού υπόβαθρου επιτεύχθηκε εντέλει (1954) η συγχώνευση της Εθνικής Πινακοθήκης με το Κληροδότημα Αλέξανδρου Σούτσου και με προσθήκη και άλλων δωρεών δημιουργήθηκε «Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου-ΕΠΜΑΣ» που έφθασε στις ημέρες μας.
Ο Αλ. Σούτσος απέφυγε συστηματικά να πολιτευθεί. Η φιλοτιμία του θεωρήθηκε μνημειώδης, ενώ σιωπηρώς φρόντιζε να υποστηρίζει τα ελληνικά δίκαια στο εξωτερικό και να στηρίζει κάθε εθνωφελή κίνηση στο εσωτερικό. Δικαιολογημένα τιμήθηκε, έστω και μετά θάνατον, ως ευπατρίδης. Η κατοικία του δεν χρησιμοποιήθηκε ως Μουσείο, όπως ο ίδιος επιθυμούσε, αλλά περιήλθε στο δημόσιο και παρέμεινε αναξιοποίητη, φιλοξενώντας κατά εποχές υπηρεσίες υπουργείων. Η σύζυγός του Ναταλία, η οποία είχε γεννηθεί στο Παρίσι (29 Σεπτεμβρίου 1842), έφυγε από τη ζωή στις 3 Ιανουαρίου 1924.