Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Τα παλιά τραγουδάκια δεν ήταν για τους Αθηναίους μόνον για διασκέδαση. Με τις μελωδίες και το σαρκασμό αντιμετώπιζαν και τα αφόρητα βάσανα που προκαλούσε η ακρίβεια της ζωής. Πλήθος πληροφοριών μπορούμε να αντλήσουμε από τη σάτιρα. Όπως το γεγονός, ότι το 1910 στοίχιζαν ένα τάλιρο οι πατάτες και έμεναν νηστικοί οι κάτοικοι του κλεινού άστεως: «Εις το ρεστωράν πηγαίνεις / να χορτάσεις ο καϋμένος / κι όλο τρως και όλο βγαίνεις πεινασμένος. / Ένα τάλλαρο γυρεύουν / για δυό τρεις ξερές πατάτες / για λαγούς που μαγειρεύουν / και τις γάτες».
Υπήρξαν εποχές, όπως κατά τη διάρκεια της προηγούμενης μεγάλης οικονομικής κρίσης στις αρχές της δεκαετίας 1930, που οι εφημερίδες είχαν καθιερώσει τακτική στήλη υπό τον τίτλο «Ο τιμάριθμος της ακρίβειας της ζωής κατά τον Μάϊον», «κατά τον Ιούνιον» κ.ο.κ. Ανάμεσα στις… πληγές της ακρίβειας πρώτιστο ρόλο διαδραμάτιζαν οι υποδηματοποιοί και οι μπαλωματήδες, επάγγελμα που άκμαζε τότε σε κάθε γειτονιά της πρωτεύουσας. Οι τιμές των υποδημάτων ήταν υπέρογκες, ενώ το προϊόν θεωρούνταν της «κακιάς ώρας»: «Πας να φτιάσης σε τσαγκάρη / και παπούτσια ένα ζευγάρι / μα γυρεύει να σου γδάρη / το τομάρι. / Του πληρώνεις όσα θέλει / με θυμούς και με σκουντούφλες / και παπούτσι αυτός σου στέλνει / σαν παντούφλες. / Τρεις φορές στη δουλειά να πας / κι’ απ’ την πρώτη φορά τα τρυπάς»!
Οι υποδηματοποιοί
Ο δημοσιογράφος Ν. Γιοκαρίνης φρόντιζε να μαζεύει και να δημοσιεύει τέτοιο υλικό, αναδεικνύοντας την καθημερινότητα της εποχής με τον πλέον γλαφυρό τρόπο. Εξάλλου, οι σάτιρες αυτές για τους υποδηματοποιούς περιλαμβάνονταν στις επιθεωρήσεις επί δεκαετίες. Επανέρχονται δε στην επικαιρότητα, μαζί με τους μπαλωματήδες, οι οποίοι άρχισαν να ξαναεμφανίζονται στις γειτονιές. Αλησμόνητο έμεινε στους παλαιότερους το ρεφρέν μιας τέτοιας σάτιρας, η οποία έφερε τον περίεργο τίτλο «Εριτζούν είκοσι ένα, εριτζούν είκοσι δύο, εριτζούν είκοσι τρία και μισό»! Ο ατυχής που ήθελε να μπαλώσει τα υποδήματά του τραγουδούσε: «Κρατώντας τα παπούτσια μου στο χέρι / εβγήκα εκεί κατά το μεσημέρι / να φέρω βόλτα μήπως πουθενά / βρω τρόπο για να μπαλωθώ φτηνά. / Βαστούσαν εις την τσέπη ένα δεκάρικο / που ήταν μοναχό και κανακάρικο / λογάριαζα με το ποσόν αυτό / να τα μπαλώσω για να περπατώ».
Παρουσιαζόταν, λοιπόν, ο ενδιαφερόμενος, πάντα εμμέτρως, να πηγαίνει στην οδό Αιόλου, όπου επισκέπτεται σχεδόν όλα τα υποδηματοποιεία της εποχής. Αλλά τα ποσά που του ζητούσαν, ξεπερνούσαν κατά πολύ το δεκάρικο που διέθετε οπότε «αρβύλες και παπούτσια καταργώ / και βγαίνω ξεπαπούτσωτος κι εγώ»! Απαλλαγμένος λοιπόν από το βάρος των υποδημάτων του και διατηρώντας το δεκάρικο στην τσέπη του ο πρωταγωνιστής μας τραγουδούσε: «βγαίνω με κάλτσες και χοροπηδώ / κι ολημερίς στους δρόμους τραγουδώ»!
Αλλά όσο και αν ήταν δροσερές οι επιθεωρήσεις, με τα άθλια σκηνικά τους, δεν μπορούσαν και εκείνες να εξασφαλίσουν τα προς το ζην για τους δημιουργούς τους. Οι περισσότεροι ήταν τζαμπατζήδες ή παρακολουθούσαν μόνον μία φορά την επιθεώρηση, εκτός από τους θαυμαστές της γυναικείας επί της σκηνής ευγραμμίας. Μεγάλη η οικονομική δυσπραγία και στα θέατρα. «Ο Ήλιε εσύ του Σύμπαντος ο Πάτρων / λύσε και αυτό το ζήτημα το άλυτον. / Επίσκεψον την φτώχειαν των θεάτρων / κι έλα μια νύχτα για να ιδής το χάλι των. / Ήλιε που η αχτίδα σου σκορπάει / Ζωή και αγαλλίαση στα όντα / Ήλιε που δεν εφάνηκες το Μάη / και πήγαν τα κεράσια δυό κι ογδόντα»!
Οι πεθερές
Ποικιλία θεμάτων στις παλαιές επιθεωρήσεις και τις σάτιρες. Θέματα που επί δεκαετίες ταλάνιζαν τον πληθυσμό, ιδιαιτέρως δε εκείνα που αφορούσαν την ακρίβεια αλλά και τις… πεθερές. Όπως το περίφημο: «Γνωρίζετε την πεθερά μου / έστω κι από μακρυά; / Το τι τραβάω συμφορά μου / μ’ αυτή τη φοβερή γρηά! / Νάχης γυναίκα αγαπημένη / λουλούδι μες το σπίτι σου / και σαν κουνούπι να σου μπαίνη / κι η πεθερά στη μύτη σου»! Οι πεθερές και οι πεθερόπληκτοι ήταν από τα αγαπημένα θέματα των στιχουργών. Όταν κάποτε δημοσιεύτηκε είδηση πως 27χρονος σιδηροδρομικός στον Πειραιά έφαγε το αυτί της πεθεράς του πάνω στον καβγά, έσπευσαν οι στιχουργοί να υποδείξουν τρόπους στους πεθερόπληκτους για να… ξεφορτωθούν την ανεπιθύμητη μητέρα της συζύγου: «Την πάω στης Κηφισιάς το τραίνο / τάχα να δη την εξοχή / και κάνω πως μαζί της μπαίνω . μα την αφήνω μοναχή. / Κτυπάει το τραίνο σε μια πέτρα / αρπάζει η μηχανή φωτιά / κ’ εκσφενδονίζεται δυό μέτρα / μέσα σε μία ρεματιά»!
Αλλά οι έρημες οι πεθερές πλήρωναν, συχνά πυκνά, και τις αμαρτίες της νύφης, δηλαδή της κόρης τους. Όπως το θλιβερό τέλος που είχε η πολύκροτη «υπόθεση Μηνακάλη», όπως έμεινε γνωστή στα αστυνομικά χρονικά. Ο 44χρονος εμποροπλοίαρχος γύρισε μετά από πολύμηνο ταξίδι σπίτι του και βρήκε την 24χρονη γυναίκα του έγκυο. Αλλά πλήρωσε το μένος του η πεθερά, την οποία κυριολεκτικά σκότωσε στο ξύλο, αφού τη θεώρησε υπαίτια για το ξεστράτισμα της γυναίκας του. Η υπόθεση εκείνη υπήρξε αφορμή να μην παίζονται στις επιθεωρήσεις νούμερα που αφορούσαν τις πολύπαθες πεθερές.