Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Όσοι αποφάσιζαν, μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες ακόμη, να ταξιδέψουν για διακοπές σε κάποιο νησί συναντούσαν και τους παραδοσιακούς λεμβούχους, τους βαρκάρηδες. Το επάγγελμά τους γεννήθηκε ταυτοχρόνως με τα σύγχρονα λιμάνια στο αρτισύστατο ελληνικό κράτος. Ενώ η παρουσία τους ήταν απαραίτητη για τη λειτουργία των λιμανιών, με το πέρασμα του χρόνου θεωρήθηκαν… δυνάστες τους. Οι δημοσιογράφοι τους κατέγραφαν ως άγριο ηρωικό μελίσσι που συνοδεύετο από θρύλους και ατίθαση καθημερινότητα.
Αφού τα πλοία δεν πλεύριζαν στους προβλήτες των λιμανιών και έριχναν ανοιχτά τις άγκυρές τους, οι επιβάτες με τις αποσκευές τους μεταφέρονταν για αποβίβαση ή επιβίβαση με τις λέμβους. Έτσι οι λεμβούχοι ήταν το αναπόσπαστο στοιχείο κάθε λιμανιού, οι απαραίτητοι διαμεσολαβητές μεταξύ πλοίου και στεριάς. Γι’ αυτό ένα από τα πρώτα διατάγματα που υπέγραψε η Αντιβασιλεία του Όθωνος αφορούσε και στα «λεμβουχικά δικαιώματα». Άνθρωποι του λαού, παρέμειναν στην επικαιρότητα όσο οι υπηρεσίες τους ήταν χρήσιμες και άρχισαν να περιέρχονται στην αφάνεια όταν ξεκίνησε ο εκσυγχρονισμός των λιμένων.
«Δυνάστες» των επιβατών
Από τον βασιλιά μέχρι τον πιο απλό ταξιδιώτη, όλοι όσοι κάποτε ταξίδευαν μέσω θαλάσσης, είχαν ανάγκη τις υπηρεσίες του λεμβούχου. Σώζονται υπέροχες εικόνες με καλοντυμένες γυναίκες και άνδρες του 19ου αιώνος, να χρησιμοποιούν τις βάρκες για να βρεθούν στη στεριά ή να επιβιβαστούν στο πλοίο. Το επάγγελμα του βαρκάρη ήταν εξαιρετικά δύσκολο. Έπρεπε να κωπηλατεί υπό οιεσδήποτε συνθήκες για να επιβιβάσει ή να αποβιβάσει τον κόσμο και τις αποσκευές του. Οι λαϊκοί εργατικοί άνθρωποι που αποφάσιζαν να ασκήσουν το επάγγελμα του βαρκάρη είχαν να αντιμετωπίσουν, χειμώνα καλοκαίρι, τις καιρικές συνθήκες αλλά και το άγχος να συναγωνιστούν τους συναδέλφους τους και να εξασφαλίσουν πρώτοι την πελατεία.
Την περίοδο της ακμής του επαγγέλματος στο λιμάνι του Πειραιά δραστηριοποιούντο περίπου πεντακόσιοι λεμβούχοι! Στις αρχές του 20ού αιώνος καταγράφονται ήδη ως… δυνάστες των επιβατών. Το στέκι τους, η Τρούμπα, είχε αποκτήσει κακή φήμη. Και το επάγγελμα του λεμβούχου, του βαρκάρη, γινόταν συνώνυμο της χυδαιότητος, των ύβρεων, των καβγάδων και των μαχαιρωμάτων, των τεκέδων και του υποκόσμου. Στον κόσμο όσων εργάζοντο για να εξασφαλίσουν τα προς τον ζην των συνήθως πολυμελών οικογενειών τους, παρεισέφρεαν και στοιχεία που έδιναν αφορμές για να βρίσκεται διαρκώς όλος ο κλάδος στο στόχαστρο των αστυνομικών αρχών. Πριν ακόμη αγκυροβολήσει το καράβι είχαν σαλτάρει επάνω.
Τα βαρκαδιάτικα
Τραβούσαν τους επιβάτες από τα μανίκια, τους έπαιρναν τις βαλίτσες, φώναζαν, διαπληκτίζοντο μεταξύ τους και τα έκαναν όλα άνω κάτω. Και όταν κάποιος επιβάτης, συνήθως ξένος, δεν εδέχετο να πληρώσει τα υπέρογκα βαρκαδιάτικα, τότε ήταν μοιραίο να υποστεί τα επίχειρα. Ξεκινούσαν από αθώες σφαλιάρες και κατέληγαν σε άγριους ξυλοδαρμούς. Δεν ήταν λίγες οι φορές που απειλήθηκαν ακόμη και διπλωματικά επεισόδια λόγω της συμπεριφοράς των βαρκάρηδων. Όπως συνέβη το 1910 στην Κέρκυρα, όταν λεμβούχοι και πλήρωμα ενός Αυστριακού ατμόπλοιου έγιναν κυριολεκτικά «μαλλιά κουβάρια»! Το κράτος από την πλευρά του προσπάθησε πολλές φορές να εκσυγχρονίσει το επάγγελμα και την εμφάνισή τους.
Για να ασκήσει κάποιος το επάγγελμα του λεμβούχου ή πορθμέα σε κάποιο λιμάνι, έπρεπε να είναι απογεγραμμένος ως εργάτης της θάλασσας και να είναι εφοδιασμένος με ναυτικό φυλλάδιο. Ο λιμενάρχης τηρούσε ειδικό κατάλογο. Όσο δε για τους βαρκάρηδες έπρεπε την ώρα της εργασίας τους να φέρουν στον βραχίονα τον αριθμό τους πάνω σε μεταλλική τετράγωνη πλάκα. Παρά το γεγονός ότι κάθε αποβίβασις ή επιβίβασις ήταν διατιμημένη οι λεμβούχοι κυριολεκτικώς «έγδυναν» τους επιβάτες των ατμόπλοιων. Μπορεί κάποιοι να υποστηρίζουν πως το επάγγελμα των λεμβούχων εξέπνευσε μετά τον πόλεμο ή υπήρξε γεγονός που οφειλόταν στην παλικαριά διαφόρων πλοιοκτητών.
Η αρχή του τέλους
Στην πραγματικότητα όμως, στα μέσα της δεκαετίας 1920 εκδίδεται ο πρώτος νόμος που ανέφερε πως στα λιμάνια όπου ήταν δυνατή η επιβίβασις επιβατών χωρίς τη μεσολάβηση λεμβούχων, τότε με υπουργική απόφαση έπρεπε να απαγορευθεί η διαπόρθμευση των επιβατών με λέμβους. Το 1928 το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας αποφάσιζε να εφαρμοστεί σε όλα τα λιμάνια το σύστημα του υποχρεωτικού πλευρίσματος των επιβατικών πλοίων στα κρηπιδώματα των λιμανιών. Ταυτόχρονα απαγόρευε τη μεσολάβηση των λέμβων για την επιβίβαση και αποβίβαση των ταξιδιωτών. Αυτή ήταν η αρχή του τέλους. Παρά τις εξαιρετικά σφοδρές αντιδράσεις μέχρι τα τέλη εκείνης της δεκαετίας είχαν καταργηθεί οι λεμβούχοι, πρώτα στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και έπειτα στο λιμάνι του Πειραιά.
Τότε σταμάτησαν και τα φαινόμενα της επελάσεως των λεμβούχων, των αλαλαγμών και των απειλών, οι κουρσάρικες αναρριχήσεις και οι διαπληκτισμοί επί της ημικατεβασμένης ανεμόσκαλας του ατμόπλοιου και το άρπαγμα των αποσκευών. Ταυτοχρόνως όμως, οι λιμένες απώλεσαν τους κλασικούς τύπους των βαρκάρηδων που απολάμβαναν εξαιρετική δημοφιλία. Ονόματα όπως των Λαγουτήδων, του Δασκαλέα, του Γιώργαρου, του Κουφάκου, του Φτίνακα, του Δράκου και των Κοψίδων χάθηκαν σιγά σιγά από το λιμάνι του Πειραιώς. Το 1932 είχαν απομείνει σαράντα λεμβούχοι. Τέθηκαν υπό τις οδηγίες του Οργανισμού Τουρισμού που είχε αναλάβει να ανανεώσει την εικόνα του λιμένος τοποθετώντας και πινακίδες για τη διατίμηση των λεμβουχικών εσωτερικού και εξωτερικού.
Οι αποζημιώσεις των λεμβούχων οι οποίοι εξήρχοντο του επαγγέλματος αποτέλεσαν αντικείμενο ειδικής μερίμνης εκ μέρους της πολιτείας. Ετσι, οι νεώτεροι σε ηλικία λάμβαναν μικρότερες αποζημιώσεις. Από οκτώ μέχρι δεκαπέντε χιλιάδες δραχμές και είκοσι χιλιάδες δραχμές για όσους ήταν από πενήντα ετών και άνω. Στους ιδιοκτήτες που είχαν στην κατοχή τους μέχρι τρεις από τις παροπλιζόμενες λέμβους καταβλήθηκε πρόσθετο βοήθημα ίσο με την αξία μίας λέμβου. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι τα ποσά των αποζημιώσεων εξασφαλίσθηκαν από τον οργανισμό του «Ταμείου Τροχαίας Κινήσεως» και μέσω φορολογίας που επιβλήθηκε επί των ατμοπλοϊκών εισιτηρίων. Ακόμη περισσότερο ότι εδέχθησαν με ευχαρίστηση την φορολογία αυτή οι ατμοπλοϊκές εταιρείες που επιθυμούσαν να απαλλαγούν από τους λεμβούχους. Όσοι εκ των τελευταίων επιθυμούσαν είχαν τη δυνατότητα να παραμείνουν στον λιμένα του Πειραιώς και να εργασθούν ως μεταφορείς των αποσκευών των επιβατών. Βεβαίως το επάγγελμα δεν εξαφανίστηκε από την ελληνική επικράτεια αφού πολλοί λιμένες άργησαν να εκσυγχρονιστούν. Στις μέρες μας έχουν απομείνει ελάχιστοι παραδοσιακοί λεμβούχοι.