Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Μία πράξη αβροφροσύνης του Δήμου Αθηναίων υπήρξε η αφορμή να αποκτήσει η πρωτεύουσα έναν από τους ωραιότερους οδικούς της άξονες, τη λεωφόρο Συγγρού. Ήταν το 1898, όταν το Δημοτικό Συμβούλιο αποφάσιζε να δοθεί το όνομα του εθνικού ευεργέτη «εις την παριλισσίαν οδόν». Επρόκειτο για έναν μικρό δρόμο που περνούσε μέσα από το Ολυμπιείο και συνέδεε τη λεωφόρο Βασιλίσσης Όλγας με τη διασταύρωση της Αγίας Φωτεινής. Η τοπογραφία της περιοχής των Στυλών του Ολυμπίου Διός αλλά και μέχρι το θαλάσσιο μέτωπο ήταν εντελώς διαφορετική από τη σημερινή.
Διάφορες απόψεις εκφράζονται για τη ζωή και τα έργα του πάμπλουτου εκείνου πρωταγωνιστή της οικονομικής ζωής του τόπου. Αλλά το γεγονός ότι διέθεσε εν ζωή ή με τη διαθήκη του, ο ίδιος και η σύζυγός του Ιφιγένεια, το σύνολο σχεδόν της περιουσίας τους κυρίως υπέρ της πόλεως των Αθηνών μάλλον καθορίζει την υστεροφημία του. Νοσοκομείο Συγγρού, Φυλακές Συγγρού, Κτήμα Συγγρού, Μέγαρο Συγγρού (υπουργείο Εξωτερικών) ακόμη και Θέατρο Συγγρού (Δημοτικό Θέατρο) διέθετε η Αθήνα, η οποία υπήρξε η ευνοούμενη του ευεργέτη. Εν ζωή χορηγούσε τεράστια ποσά για τη λειτουργία ιδρυμάτων όπως το Δημοτικό Βρεφοκομείο Αθηνών και το Αμαλιείο Ορφανοτροφείο.
Φαίνεται πως ο Συγγρός κολακεύτηκε από την τιμή που του έκαναν αλλά θεώρησε πως ήταν μικρός για τα δικά του μέτρα. Γι’ αυτό ίσως αποφάσισε να τον μετατρέψει στον μεγαλύτερο δρόμο της πόλης! Κάλεσε τον νομομηχανικό Νικόλαο Γαζή, στον οποίο ανέθεσε εκπόνηση μελέτης για διεύρυνση του δρόμου ώστε να φτάνει στο θαλάσσιο μέτωπο. Τον επόμενο χρόνο ο Συγγρός φεύγει από τη ζωή. Ωστόσο, η εμμονή της χήρας του Ιφιγένειας στην υλοποίηση του έργου και η διάθεση των απαραίτητων ποσών ευαισθητοποιεί τον πρωθυπουργό Θεοτόκη που δίνει εντολή να προχωρήσει το έργο.
Έτσι, το 1901 χαράσσεται ο νέος δρόμος και αρχίζουν οι εργασίες. Σύμφωνα με τον Ν. Γαζή το μήκος ήταν πέντε χιλιόμετρα και το πλάτος 28 μέτρα. Απ’ αυτά 16 μέτρα πλάτος κατείχαν τα δύο πεζοδρόμια και 12 μέτρα ήταν η κύρια οδός, η οποία θεωρείτο ότι «είνε μοναδική καθ’ όλην την ανατολήν». Στην αρχική μορφή η λεωφόρος Συγγρού χωρίζεται σε δύο τμήματα. Το ένα, αυτό που βρισκόταν προς την πόλη -από τη γέφυρα του Ιλισσού και εντεύθεν- αποκλήθηκε «εσωτερικόν» και το άλλο μέχρι τη Φαληρική ακτή «εξωτερικόν». Το κόστος του έργου, (κατασκευή, επιχωμάτωση κ.λπ.), απαίτησαν δαπάνη 750.000 δραχμών, ενώ περίπου 460.000 δραχμές δαπανήθηκαν για αποζημίωση παροδίων ιδιοκτητών. Το ποσόν αυξήθηκε αργότερα, με αγωγές που ήγειραν ιδιοκτήτες κατά του Δημοσίου[1]
Το έργο έχει σχεδόν ολοκληρωθεί το 1904 και τη χάρη του σπεύδει να υμνήσει ο Κωστής Παλαμάς: «Ο νεοχάρακτος αυτός δρόμος, ο κατάπλατος και ολόβαθος, ο διάδημα περιβαλλόμενος τας στήλας του Ολυμπείου και νίπτων τας πόδας του εις τα κύμματα του Σαρωνικού, επλήρωσε την πόλιν των Αθηνών με μίαν μονοκόμματην μεγαλοπρέπειαν», έγραφε καταγοητευμένος. Καλούσε τους Έλληνες να περπατήσουν «εις την καλλιτεχνικήν αυτήν λεωφόρον» και να απολαύσουν «νεοφανή και ονειρώδους φύσεως χώραν»!
Πράγματι η εικόνα ήταν θεσπέσια. Ο περιπατητής, στο ελεύθερο τοπίο που ανοιγόταν γύρω του, έβλεπε τον λόφο του Φιλοπάππου, την Πνύκα, τον βράχο της Ακρόπολης, τον Υμηττό αλλά και το καταπράσινο τοπίο του Α΄ Νεκροταφείου, γυμνούς λόφους, παλιούς μύλους, γέφυρες, χείμαρρους, εκκλησάκια, περιβολάκια, φράχτες, καφενεδάκια, ελεύθερα γήπεδα, χέρσες εκτάσεις αλλά και λευκοπράσινα παλατάκια. Γι’ αυτό ο Παλαμάς έγραφε πως είναι «ευλογημένον το όνομα του ευεργετήσαντος ημάς με την λεωφόρον του, περισσότερον από όλα τα νοσοκομεία και από όλα τα πτωχοκομεία του»[2].
Πρόσωπο – κλειδί υπήρξε ο αδικημένος από τους ιστορικούς μηχανικός Νικόλαος Γαζής. Καταγόταν από γνωστή οικογένεια προυχόντων της Παρνασσίδας, ο παππούς του είχε βρει ένδοξο θάνατο στις τουρκικές φυλακές ενώ ο ίδιος σπούδασε στο Παρίσι. Συμμετείχε στους αγώνες για την απελευθέρωση της Θεσσαλίας, συνελήφθη από τους Τούρκους, φυλακίστηκε, βασανίστηκε και απελευθερώθηκε μετά από παρεμβάσεις φιλελλήνων. Με ειδικό νόμο διορίστηκε Μηχανικός Α’ Τάξεως στο δημόσιο και διεκπεραίωσε σπουδαία έργα στην Αττική, πάντα κάτω από το προβλεπόμενο κόστος. Ο Νικόλαος Γαζής έφυγε από τη ζωή το 1911[3].
Ιδιαίτερη εργασία απαιτείται για να παρουσιαστεί η ιστορία και η εξέλιξη της λεωφόρου Συγγρού. Ακολούθησαν δεκάδες μεγάλες και μικρές παρεμβάσεις με σημαντικότερες αυτές που έγιναν το 1954, τη δεκαετία του 1960 με την ανέγερση του Πλανητάριου και πολλών οικοδομικών συγκροτημάτων, και το 1981 από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή με την ευκαιρία της εισόδου της χώρας στην ευρωπαϊκή αγορά. Ενδιαφέρουσα υπήρξε και η συνέχεια που αφορά στον ευεργέτη Ανδρέα Συγγρό. Από τότε που χαράχτηκε και κατασκευάστηκε η λεωφόρος Συγγρού, στις αρχές του 20ού αιώνα, προβλεπόταν να τοποθετηθεί ο ανδριάντας του μεγάλου ευεργέτη «εις το σημείον της ενάρξεώς της»[4].
Μπορεί να άργησε μερικές δεκαετίες αλλά εντέλει η Διοίκηση Πρωτευούσης –επί Μεταξά– τίμησε τον μεγάλο χορηγό τοποθετώντας την προτομή του στην είσοδο της λεωφόρου, απέναντι από τον Ιππόδρομο. Έργο της γλύπτριας Ελένης Αργυροπούλου και τοποθετημένη σε υψηλό περίτεχνο βάθρο, ξεπερνούσε τα τρία μέτρα και ήταν ορατή από κάθε κατεύθυνση. Αλλά τι απέγινε η προτομή που είχε αφιερώσει «Τω Ανδρέα Συγγρώ η Πρωτεύουσα», όπως ανέφερε το χάραγμα επ’ αυτής; Η αποκάλυψη της τύχης της θα είναι ένα ακόμη τεκμήριο για τον τρόπο που αντιμετωπίσαμε οι νεοέλληνες τους ευεργέτες μας.