Αγνή ποίηση τα τροπάρια για τον ακαδημαϊκό Σωτήρη Σκίπη

Τα περιπαθή εκκλησιαστικά άσματα ως απαρχή της νεοελληνικής ποίησης

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

Σκίπης Σωτήρης

Ο ακαδημαϊκός Σωτήρης Σκίπης ήταν εξ εκείνων που υποστήριζαν πως έπρεπε να εκπονηθεί μία σοβαρή μελέτη για τα τροπάρια και τους ψαλμούς που άδονται τις ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας στις εκκλησίες. Εξέφραζε την άποψη ότι ορισμένα εξ αυτών αποτελούν λαμπρά δείγματα ελληνικής ποίησης, με ιδιαίτερο και λογοτεχνικό ενδιαφέρον. Ο ποιητής και θεατρικός συγγραφέας Σωτήρης Σκίπης ήταν υπερήφανος Ηπειρώτης. Κουβαλούσε πάντα στην ψυχή του την τραγική ιστορία της οικογένειάς του. Κατά την έξοδο του Μεσολογγίου, ο πάππος του ποιητού Γεώργιος Σκίπης προτίμησε να αδειάσει την πιστόλα του πάνω στα δύο κορίτσια του για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων. Αλλά δεν απέφυγε αυτό που φοβόταν.

Οι Τούρκοι τις βρήκαν τραυματισμένες και τις έδωσαν ως λάφυρα πολέμου σε δύο μπέηδες. Πολλά χρόνια αργότερα, ο πατέρας του ποιητή και γιος του αγωνιστή του Μεσολογγίου, συνταγματάρχης της Χωροφυλακής Ευάγγελος Σκίπης, μάθαινε ότι οι αδελφούλες του ζούσαν και ανήκαν σε Τούρκους μπέηδες, η μια στη Λάρισα και η άλλη στα Τρίκαλα. Όταν λοιπόν ενώθηκε και η Θεσσαλία με την υπόλοιπη ελεύθερη Ελλάδα, ζήτησε να τοποθετηθεί στη Λάρισα. Εκεί γεννήθηκε, το 1881, ο πολίτης του κόσμου Σ. Σκίπης.

Η μπέισσα γιαγιά του ήταν γνωστή με το όνομα Νοϊλέ, με το οποίο είχε αντικαταστήσει το χριστιανικό Σοφία. Η τελευταία παρέμεινε πιστή στον άνδρα που της έδωσε η τραγική μοίρα και διατήρησε τη θρησκεία που διδάχθηκε από τα παιδικά χρόνια της. Την ιστορία αφηγείτο επανειλημμένως ο ακαδημαϊκός ποιητής, ο οποίος επαιρόταν για τους αγώνες των προγόνων του που είχαν χύσει το αίμα τους για την ελευθερία της πατρίδας.

Η ψυχή του είχε ενθουσιαστεί και έγραφε ότι, αν κάποιος εκδότης τού ζητούσε να καταρτίσει μία ανθολογία, δεν θα άρχιζε από τα ακριτικά έπη ή από την κρητική ποίηση, αλλά από τα τροπάρια των Αγίων Παθών. Σε άρθρο που δημοσίευσε το 1933 εξέφραζε την άποψη ότι με τα τροπάρια άρχιζε η νεοελληνική ποίηση και πως δεν τον ενοχλούσε το γεγονός ότι δεν ήταν γραμμένα στη δημοτική γλώσσα. Ο ελληνικός λαός επί αιώνες τα έχει στο στόμα του και τα ψάλλει με σπαραγμό ψυχής και δακρυσμένα μάτια.

Αιτιολογώντας τη θέση του ο γαλήνιος λογοτέχνης, τόνιζε ότι τα τροπάρια «κατά βάθος, δεν είναι παρά τραγούδια και μοιρολόγια, τα οποία εγέννησεν ο πλέον άδολος πόνος και η βαθυτέρα συντριβή διά την σταύρωσιν και τον θάνατον του ωραίου Ναζωραίου, που ήλθεν εις τον κόσμον να τον σώση διά της μετανοίας. Και, παρ’ όλον τον λυρισμόν τους, ημπορεί να πη κανείς, ότι αποτελούν ένα κυκλικόν άσμα, στρεφόμενον γύρω από τον Χριστόν». Ως παράδειγμα ανέφερε το αυτόμελο εξαπολειστάριο «Τον νυμφώνα σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον, και ένδυμα ουκ έχω, ίνα εισέλθω εν αυτώ· λαμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής…»!

Μεγάλη Παρασκευή, στολισμός επιταφίου (Θεόδωρος Ράλλης).

Η έμπνευση του Ανδρέα Κάλβου και ο Επιτάφιος

Μόνον ένας αληθινός ποιητής θα μπορούσε να βρει παρόμοια εικόνα. Και όπως έγραφε ο Σ. Σκίπης, αυτά τα ποιήματα της εκκλησίας προετοίμασαν και έδωσαν φτερά στον Ανδρέα Κάλβο, όπως τα δημοτικά τραγούδια είχαν επηρεάσει τον Σολωμό. Αυτή ήταν η νέα άποψη, την οποία πρότεινε ο Σκίπης στους κριτικούς. «Διότι, επίτέλους, ο ποιητής των «Ωδών» δεν είναι δυνατόν να είναι ξεκάρφωτος εις την γλώσσαν μας», όπως σημείωνε, συμπληρώνοντας ότι δεν υπάρχουν σε άλλη γλώσσα πιο περιπαθή άσματα απ’ αυτά του Επιταφίου, τα αποκαλούμενα «εγκώμια». Οι ποιητές που τα συνέθεσαν εμπνεύσθηκαν από τη συγκινητική αναπαράσταση της εκφοράς του λειψάνου του Σωτήρος και της ταφής του μέσα στην ελληνική άνοιξη, στη φύση που αναγεννιέται «όταν ανθίζουν τα κλαριά και βγάζει η γη χορτάρι»[1]!

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Ο φιλέλληνας Βρετανός ποιητής Ρούπερτ Μπρουκ

ΦΙΛΕΛΛΗΝΕΣ

Μεταβείτε στο άρθρο: Ο φιλέλληνας Βρετανός ποιητής Ρούπερτ Μπρουκ

Η καρδιά της μάνας: «Μη χτύπησες παιδί μου;»

ΕΟΡΤΗ

Μεταβείτε στο άρθρο: Η καρδιά της μάνας: «Μη χτύπησες παιδί μου;»

Επιτάφιοι στα τέλη του 19ου αιώνα και ο παράδοξος «Άγιος Αλανιάρης»

ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΖΩΗ

Μεταβείτε στο άρθρο: Επιτάφιοι στα τέλη του 19ου αιώνα και ο παράδοξος «Άγιος Αλανιάρης»