Του Δημήτρη Χατζόπουλου
Άνοιξις εις την θάλασσαν. Πλέομεν ανά τον Σαρωνικόν εις μίαν σακολέβαν. Χρυσή γαλήνη. Οι βανιέδες, – μαλτέζοι, – ψαρεύουν ζευγαρωτά. Η ψαρροπούλες των με τα κόκκινα ψηλά πανιά, με τον σταυρό επ’ αυτών και τα ιταλικά χρώματα, δυο – δυο εργάζονται. Βλέπομεν τους αλιείς να σύρουν τα δίχτυα. Έχουν ρημάξη την θάλασσαν μεταξύ Σαλαμίνος και Αιγίνης. Η περιοχή των. Παραπέρα, εις το πέλαγος της δωδεκάδος νησίδων εργάζονται η αιγινίτικες ψαροπούλες. Τας συναντώμεν εις τας νησίδας Λαούσας – πέντε ερημόνησα είνε, (:Λαγούσα, Ελεούσα, Λαούσες ή Λαγούσες νήσοι – Κορδελιάρης, Μακρόνησος, Παναγίτσα, Γαΐδαρος) – εις εκείνας των Διαπορίων. Κάποτε ακούομεν έκρηξιν δυναμίτιδος. Εις την βραχώδη μεγάλην Λαούσα προ τριετίας εφύτεψαν εκατό πεύκα.
Ο Βαγγέλης, ο ναύκληρός μας, αιγινίτικο παλληκάρι, θαυμαστόν εις ευγένειαν και ρώμην, μας λέγει: «Ρίχνουν δυναμίτι για δόλωμα. Ψαριδίτσες χρειάζονται διά το ψάρεμα.» Ζώμεν θαλασσινάς ώρας, καλάς και μελένιας. Αραιά φυσά και μόλις κολπώνεται το τετράπλευρον πανί της σακολέβας μας. Επομένως τον περισσότερον καιρόν προχωρούμεν με κουπί. Καλέ Θεέ, τι διαφάνειαν που έχουν σήμερα τα νερά του Σαρωνικού. Σκύβω από την κουπαστήν και βλέπω τον βυθόν. Διακρίνω καθαρώτατα άμμο, βράχους, τον ενάλιον κόσμον. Και μιαν αστακομάνναν είδα, αλλά και μίαν σκαραβίδα. Εις τον γαλανόν καθρέφτην προβάλλουν πλαστικώτατα, καταφανή, τα νησάκια.
Πόσα έχει αυτός ο Σαρωνικός; Σαν ατελεύτητα φαίνονται, άλλα κοντά μας, άλλα μακράν μας. Εις αρκετά πλησιάζομεν. Χαιρόμεθα την ωμορφιά των. Ο ναύκληρός μας τα ονομάζει ένα – ένα. Η Παναγίτσα, η Πλατειά, το Σταχτορόϊ (:Σταχτορροΐ), η Αψηλή (:Υψηλή), ο Αγιάννης, ο άγιος Θωμάς, η Κλειδού (:Λεδού), το Τραγονήσι, η Πρασού, ο Πέτρος, η Κρουμουλού, η Μαλάδα (:Μολάδι). Και κατά το Καλαμάκι ο Οβρηός. Αλλά να και η Κυρά και ο Σκάλαθος. Άλλα νησάκια είνε κώνοι υπέρ την θάλασσαν και άλλα ελαφρά στίγματα, μόλις εξέχοντα εις τα νερά. Και εκατό φορές θα έχω δη αυτά τα ερημονήσια. Μου φαίνονται όμως ολοκαίνουργα. Ονειρώδη σήμερα εις την εαρινήν γλύκαν. Αλλά να και η μαλακή Μετόπη, χώμα όλη, γεμάτη αμπέλια, κτήμα του μοναστηριού της Αιγίνης.
Παρά την ακτήν ένα ερειπωμένο σπιτάκι. Και δω καταστροφή; Επί του νησιού μία γραφικότης. Ο άγιος Θεόδωρος με της ολίγες εληές του. Ήρεμα πλέομεν πάντα. Χαιρετώμεθα με τους αμπελουργούς της Μετόπης. Αεράκι απαντώμεν. Καλή μπουκαδούρα. Φτερωτά μας φέρει εις το Αγκίστρι, την αρχαίαν Κεκρυφάλειαν. Τα Μέθανα, η δαντελλωτή, πυργώδης χερσόνησός των, η μικρογραφία της Μονή, η βραχώδης νησίς παρά την Πέρδικαν της Αιγίνης, τα βουνά της Επιδαύρου, τα της Αττικής και της Αιγίνης σχηματίζουν εκεί μέγιστον κύκλον περί του πελάγους και αναμέσα του το μαγικόν νησί του Αγκιστριού.
Αποβιβαζόμεθα εις την Άμμον, την και Σκάλαν. Εκεί το σχήμα του αιγιαλού είνε ένα μακρόν έψιλον. Ολίγα καϊκάκια και ψαροπούλες. Λευκόφαιη η αμμουδιά και μουντό το χρώμα των σκίνων της. Είνε το νησάκι του Σαρωνικού, που δεν το πιάνει βαπόρι. Μικρογραφία της ελληνικής φύσεως. Ακρογιαλιές θείες, βουνά πευκόφυτα, λιτοί βράχοι, γεμάτοι από βαθυγάλαζα αγριοκρινάκια και θαλερός κάμπος. Παρά την μικρήν αλυκήν – την Λίμνην, – λευκόν εκκλησιδάκι, ο Αγιάννης. Και ένας νέος ναός, ο των αγίων Αναργύρων, κτισμένος με τον ωραίον πώρον λίθον του νησιού. Αστέγαστος ακόμη. Ανεβαίνομεν προς το χωριδάκι Μετόχι. Άϊ, ποια ωμορφιά! Τριάντα σπιτάκια έχει και από την ακτήν φαίνεται χαρωπή ακουαρέλλα. Βραχώδης, γεμάτος λιθάρια ο δρόμος. Άφθονες συκιές, αρκετές μυγδαλιές. Εληές και φυτείαι κουκιών. Παντού πεζούλια εις την βουνώδη νήσον. Το ελάχιστον χώμα της καλλιεργημένον. Φιλόπονοι οι ολίγοι κάτοικοί της. Αλλά «δεν μας βαστάει ο τόπος», λέγουν και διασκορπίζονται ως ρετσινοσυλλέκται εις την Αττικήν, εις τον Πόρον, αλλαχού.
Παρά την Παναγίαν, το νεκροταφείον εις θαυμαστόν πετρώδες ύψωμα, καλή ηχώ. Η ιδία και πέραν του χωρίου Μετόχι. Προ της Παναγίας θαυμαστόν το μεγαλήτερον αγριοκυπαρίσσι, φουντωτόν και καρπισμένον. Εις το χωριδάκι γνέθουν η γυναίκες την ρόκα των, κατσικάκια βελάζουν και γαϊδουράκια αγκανίζουν. Μυριάδες πεύκοι καλύπτουν της πλαγιές του βουνού. Προχωρούμεν προς το Μεγαλοχώρι, τον Μύλο. Πεδιάς εδώ κοκκινόχωμα. Κούκλες τα κλήματα. Και ευτυχούμεν να ίδωμεν την πρώτην βλάστησίν των εκεί εφέτος. Μπάκικ ή Κουρόρα λέγεται η περιοχή. Αλλά τι θέαμα είνε το Μεγαλοχώρι, με τα 50 δίπατα σπίτια του και τον ανεμόμυλον εις το ακρωτήριόν του. Ομηρικής χάριτος η σκηνογραφία του. Εις το βουνόν, έξω από το χωριό, ο άγιος Θεόδωρος, παραπέρα οι άγιοι Πάντες. Εις την άκρην του χωριού ο άγιος Γεώργιος και εις το κέντρον του η Παναγία, νεώτερον οικοδόμημα.
Εις το μαγαζί του κ. Γιάννη Δέδε πίνομεν την ρετσίνα του τόπου, βαθυκεχριμπαρένιαν και με βρασμένα τα τσίπουρά της. Κατόπιν επισκεπτόμεθα τον μεγάλον ανεμόμυλον, ο οποίος υψούται φρουριακός εν μέσω του Σαρωνικού. Κατά τον 18ον αιώνα εκτίσθη, επί πατρός του Βούλγαρη και εις το υπέρθυρόν του είνε γλυπτά 4 κυπαρισσάκια με δύο πουλιά επάνω των. Αρχαϊκή νεοελληνική τέχνη. Κάτωθέν του εγκαταλελημμένον λατομείον πώρου. Εκ των λίθων τούτου εκτίσθη το παλαιόν ανάκτορον των Αθηνών. Σήμερα ακμάζουν τα λατομεία πώρου της Αιγίνης, περί την περιοχήν του ναού της Αφροδίτης και του Αιακείου, τα οποία μέρη επεσκέφθην πάλιν προχθές με το ολόχρυσον ανοιξιάτικον φως. Και ποία θέα από το ύψωμα του Ανεμομύλου του Αγκιστριού.
Όταν ποτέ οι αθηναίοι θα ανακαλύψουν με εκπολιτιστικάς διαθέσεις το μαγεμμένον αυτό νησί, όταν η μακρά ακρογιαλιά του μεταξύ Μύλου και Σκάλας, εκεί που είνε τώρα τα αμπέλια, γεμίση από λουτρικάς εγκαταστάσεις, από ελαφράς βίλλας και κομψά εστιατόρια, όταν αι βενζινάκατοι θα μας φέρουν εκεί εντός 20 λεπτών από τον Πειραιά, τότε παρακαλώ, ας ενθυμηθούν αυτόν εδώ τον ενθουσιασμό μου. Πίσω από τον Μύλον, η Θοδωρού, η και Δωρούσα, το νησάκι με το ενετικόν κάστρο. Και εις απόστασιν μιας ώρας από τον Μύλον το χωριδάκι Λιμενάρια. Παρά τούτον λείψανα αρχαίων πετρών. Είνε τα μόνα, που συναντώνται εις την θελκτική Κεκρυφαλείαν, όπου οι αθηναίοι συνέτριψαν τον στόλον των αιγινιτών. Βράδυ. Λεπτή ανοιξιάτικη δύσις εις τα νερά. Ψαράδες εις την ακτήν ανάβουν φωτιά και βράζουν την ψαρόσουπά των.
Βλέπομεν της φειδίσιες σμέρνες πώς της κόβουν. Ξαναπλέομεν εις τα ερημονήσια ρουφώντες την εαρινήν πνοήν της θαλάσσης. Περνώμεν από άλλα ερημονήσια. Τσοπάνοι της αντικρυνής στεριάς εγκαθίστανται εκεί τους χειμερινούς μήνας. Τρέφονται με αλευρόπητες, ψημένες εις πλίθες. Επικοινωνούν με τους αλιείς. Τους δίδουν γάλα και παίρνουν ψάρια. Η βιοπάλη της γης συναλλασσομένη με εκείνην της θαλάσσης. Νυκτώνει. Προσευχόμεθα και ευχαριστούμεν βωβά τον Ύψιστον, ότι μας αφήκε εις την ζωήν, διά να δούμε αυτό το θαύμα. Τας ερημίας του Σαρωνικού σεληνοφωτίστους. «Βαγγέλη, παιδί μου, φέρε τα κουπιά». Λάμνομεν σιγά. Ηδύς ο στεναγμός των νερών. Και ήλιοι ανατέλλουν εις το πέλαγος.
Η ψαροπούλες άναψαν τα πυροφάνια των. Είνε λυχνίαι ασετυλίνης. Κόκκινα φείδια η αντανάκλασίς των εις τον πόντον. Διακρίνομεν τους άνδρας καμακίζοντας χταπόδια, σουπιές. Είδαμεν την τραγικήν τύχην ψαριού κοιμωμένου εις τον βυθόν, ολόγωτον. Το καμάκι εβυθίσθη σιγά. Ύστερα ενεπήχθη αποτόμως εις το ψάρι. Η λεία ανεσύρθη. Τρισχαριτωμένη μαρίδα. Το στόμα της ήτο ανοικτόν από πικρόν στεναγμόν. Εις το σεληνόφως εξητμίσθη η τελευταία πνοή της. Πόσαι μικραί τραγωδίαι εις το ερημικόν πέλαγος διά την αστικήν μας τράπεζαν. [1]