Γυρμένη στα δυτικά κράσπεδα του λόφου του αρχαίου Κολωνού η τριανταφυλλένια εκκλησίτσα με το ωραίον όνομα, φαίνεται σαν μια εκφραστική ζωγραφιά ανάμεσα εις το μεγάλο θέαμα που ανοίγουν αι απόψεις της πόλεως προς τα εκεί. Η μικρή της καμπάνα δεν ακούεται τακτικά, όπως ενός άλλου γειτονικού ναού, που, όταν δεν προσκαλεί χαρούμενη εις λειτουργίας, αναγγέλλει θλιβερά τον θάνατον φτωχών περιοίκων. Μπροστά στις ολίγες αγιογραφίες της, στο βάθος του αμυδρά φωτισμένου ιερού, τρεμοφέγγουν κεράκια, που άναψαν ευλαβητικά χέρια. Και η ελεούσα Παναγία βλέπει προς το φως αυτό της ικεσίας με ευσπλαχνικά πάντα μάτια.
Τριγύρω υψώνονται μικρά σπιτάκια και κάποιο εργοστάσιο, και ολίγα βήματα μακρύτερα αρχίζει η μεγάλη εμορφιά της Αθηναϊκής εξοχής που έχει τον αθάνατον, τον αιώνιον ύμνο της εις τα χορικά του εξαγνιζόμενου Οιδίποδος.
Μία άποψις εκτεταμένου βάθους αρχίζει: που τα βουνά που το κλείουν έχουν κάποτε τόσο λεπτά και ελαφρά χρώματα, που το βλέμμα βρίσκει ολοένα νέας φωτεινάς εκτάσεις, που δίδουν την φαντασίαν ενός ονείρου. Σπιτάκια αγροτικά προβάλουν ανάμεσα από τα δένδρα, που τα κυκλώνουν, τις ήρεμες όψες των. Μία γραμμή κυπαρισσιών χάνεται προς την Πάρνηθα, και τα δένδρα αυτά που ζουν περισσότερα των άλλων εις νόημα φαίνονται ως να δέονται προς τον ουρανόν. Στο σκιερόν των πράσινον, τα πεύκα αντιθέτουν το ζωηρό τους, το έντονο χρώμα και μια συμφωνία του πρασίνου αρχίζει από ‘κεί σε μύριους εναρμόνιους τόνους επάνω στην εαρινή χλόη των σπαρτών.
Και η έκτασις ολοένα απλώνεται κατάφυτη με αλλεπάλληλα τειχίσματα δένδρων, που προχωρούν, συμφύρονται και χάνονται σε μικροσκοπικές καμπύλες προς το βάθος, όπου αρχίζει το απώτερον όραμα, το διαφεύγον και σβυνόμενον απαλά επάνω εις τα βουνά. Άσπρα συννεφάκια διαβαίνουν στο κυανούν του ουρανού και ο πρωϊνός ήλιος τα κάνει αστραφτερά σαν ασημένια και οι σκιές που ρίχνουν στις πέραν καλλιεργημένες εκτάσεις των βουνών φέρνουν ανάμεσα στις λωρίδες της γης που φωτίζονται μια ζωηρή αντίθεση χρωμάτων.
Όλες οι ώρες της ημέρας δίδουν μία νέα μορφή στο πολυσύνθετο τοπείον. Πρωί, μεσουράνημα και βράδυα, στην ανατολή του ήλιου, στον μεσημβρινό θρίαμβό του και στη δύση, η μεγάλη αυτή ζωντανή εικόνα παρουσιάζει μια ατελείωτη παραλλαγή χρωμάτων. Κάποτε τα κυπαρίσσια παίρνουν ένα σμαράγδινο χρώμα και τα φυλλώματα των ελαιών και οι λεύκες μοιάζουν σαν ασημένια κάτω από το δυνατό φως.
Αλλοτε πάλιν όλη αυτή η βλάστησις αφομοιώνεται σ’ ένα παράξενο κυανούν βαθύ, σκιερό, και είναι οι ώρες που φεύγει ο ήλιος προς την δύσιν. Τότε η φλόγα, που ανάβει πριν φύγει, ωσάν να θέλει να δώσει την εντύπωσιν της αιωνίου κυριαρχίας του , συνεπαίρνει στις έντονες λάμψες της όλο το τοπείον και το σβήνει, για να το φανερώσει κατόπιν αργά στα κόκκινα και τριανταφυλλένια άπειρα χρώματά του τόσο συμμετρικό και τόσο ωραίο που να προκαλεί πρόωρα τα όνειρα που θα φέρει η νύχτα πριν το σκεπάσει μέσα στους σκοτεινούς της πέπλους…