«Μετά ένα περίπατον εις το Ζάππειον εσταμάτησα εις το περίπτερον του Σούτσου με της αγελάδες. Έχετε παρατηρήσει ότι φύσις, από την οποίαν λείπει το τετράποδον ζώον, είνε κρύα σαν τοπίον κρεμασμένος εις πινακοθήκην. Ευτυχώς για τους Ζαππειολάτρας κάποιος είχε την καλωσύνην να τρέφη εις το μέρος εκείνο δέκα ογκώδη γαλακτοφόρα. Και το όνομά του έμεινεν αθάνατον δικαίως. Αυτός ο Σούτσος με δέκα γελάδια απέκτησεν όσην φήμην δεν κατώρθωσε ν’ αποκτήσει ο ποιητής ο Σούτσος με δέκα τόμους.
Μέσα εις την ωραία ζέστη που δίδει το χόρτον, έμεινα και τας έβλεπα προχθές να μασούν, αγνοούσαι το γλωσσικόν ζήτημα. Τι αγαθά όντα! Τι καλωσύνη! Όλη η ησυχία των πεδιάδων, το απέραντον, το μέγα και το αγαθόν της φύσεως, έχει εκφρασθή εις αυτάς τας βρύσεις του γάλακτος. Το δέρμα των έχει τέτοιους φωτισμούς και η αγελάδες άλλως τε είνε τόσον μεγάλαις, όσο μπορεί να φαντασθεί κανείς μεγάλαις βουνά με κοιλώματα με χαράδρας και εκτύπους μαλακούς όγκους, ώστε της βλέπεις· με άνεσιν όπως την πλάσι όλην. Έπειτα πόσον αγνοούν τας βιαίας κινήσεις! Για να γυρίσουν το κεφάλι των και να σε ιδούν, θέλουν μία ώρα. Έχεις τον καιρόν εν τω μεταξύ να φύγης. Ενθυμήθην ένα ζωγραφικόν στίχον του μη περιφήμου άλλως τε Ζαν Ραμώ.
Βώδια ξανθά που πίνετε
στους βάλτους προς το βράδυ…
Ο στίχος αποτελεί απέραντον τοπίον. Και κάποιον στίχον του Ρενιέ, ο οποίος εις τας βαθείας και ατάκτους ποιητικάς του αισθήσεις, παρομοιάζει τα κέρατα του βωδιού με λύραν.
Εκάθησα πολύ εις της αγελάδες του Σούτσου, απολαμβάνων την μεγάλην εκείνην σιωπή και τα μάτια των, επειδή μόνον μάτια ζώων πλέον είνε δυνατόν να σε κυττάξουν αγαθώς και όχι υπόδρα. Εις τους ανθρώπους το βλέμμα έχασε πλέον την σημασίαν της οράσεως. Όλα τα βλέμματά των είνε πλάγια. Και αντί φωτιστικής προσπαθείας το βλέμμα των ή θα είνε στιλετιά, ή κουβάς προσπαθών ν’ ανασύρη κάτι από τον βυθόν σου η δεκαροβολίς. Ω λογικά δίποδα, ω άνθρωποι, πως έχετε καταντήσει! Ποίον τετράποδον θα ημπορέση ποτέ να είνε τόσον ζώον όσον σεις; Ο Σαίξπηρ λέγει εις τον Έμπορον της Βενετίας για κάποιον άνθρωπον. «Και όμως έχει όλα τα σημεία του ανθρώπου».
Επιστρέφων ευρήκα εις το καφενείον Ζαχαράτου τον κτηνίατρον του στρατού κ. Χ. Καναβατσόγλου, ένα εξ εκείνων που γνωρίζουν το θείον πράγμα να γιατρεύουν τους πόνους των αγαθών ζώων, πόνους μη έχοντας φωνήν. Και άνθρωπον άλλως τε που δεν κυττάζει ποτέ πλαγίως.
-Ένα κατόρθωμα, είπα, θα σου αναγγείλω. Είδα δέκα αγελάδες μαζύ, δέκα ωραία και ευωδιάζοντα όντα.
Ευωδιάζουν, καθώς μου είπεν ο κ. Καναβατσόγλου, διότι δεν έχουν την βαρβαρότητα της κρεωφαγίας όπως οι άνθρωποι, αλλά τρώνε χόρτον. Ωμιλήσαμεν αρκετά γι’ αυταίς. Όταν όμως του εξύμνησα τα μεγάλα των μάτια, ο γιατρός μ’ έβγαλεν από μίαν πλάνην, από την οποίαν βέβαια οι περισσότεροι των ανθρώπων δεν έχουν απαλλαχθή. Η πλάνη είνε ότι τα μάτια των βωδιών είνε μεγάλα. Ενώ σχετικώς μάλιστα προς τας διαστάσεις των είνε μικρά. Ο βολβός του οφθαλμού των είνε πολύ μικρός. Και όμως τα μικρά αυτά μάτια μεγαλώνουν εις την εντύπωσίν μας επειδή η σχισμή του δέρματος εκεί είνε μεγάλη. Αυτός είνε ο λόγος διά τον οποίον και ο Όμηρος λέγει την Ήραν βοώπιδα, χωρίς τούτο να σημαίνη ότι τα μάτια του βοός είνε τα μεγαλείτερα.
Έστω, αλλά δεν είνε απείρως αγαθά: Είνε. Τότε καλά κάνομεν και απατώμεθα, αφού κάθε αγαθόν είνε και μεγάλο. Σταματάτε τέλος πάντων κάποτε, δίποδά μου, να βλέπετε της αγελάδες του Ζαππείου. Ωφελεί εις την ψυχήν. Και ονομάζω τούτο βοοθεραπείαν»[1].