Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
«Όταν κάποτε ο Αττικός ουρανός ξαναγνωρίση τον στέφανον των ίων και την γαλήνην των καλών ημερών, θα ομιλούμε πάλιν περί της «κουρσίτσας» και της «λιμουζίνας» και -ώ της ανθρωπίνης αχαριστίας!- κανείς δεν θα αναφέρει τα ευεργετικά κασόνια»[1]! Αυτά έγραφε καταμεσής της Κατοχής ο Γ. Άννινος, ο οποίος περιέγραφε την ποικιλία των κάρων και των καροτσιών που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι για την εξυπηρέτησή τους τα μαύρα κείνα χρόνια. Σε αραμπάδες είχαν μεταβληθεί οι κασόνες του πετρελαίου, τα φορτσέρια, μέσα στα οποία κάποτε συσσωρεύονταν προικιά. Επίσης, οι μπουγαδόκασες είχαν αποκτήσει ρόδες για να εξυπηρετήσουν τις επείγουσες ανάγκες. Η πλέον απεχθής χρήση ήταν η μεταφορά όσων πέθαιναν στους δρόμους από την πείνα.
Αυτοσχέδια καροτσάκια
Εξάλλου είχαν εξαφανιστεί τα ταξί από τους δρόμους και την θέση τους είχαν καταλάβει τα «χειραμάξια», τα οποία μετέφεραν κάθε είδους εμπόρευμα και ενίοτε ανθρώπους. «Πως ξεφύτρωσαν οι χιλιάδες των κιβωτίων που εφοδιάσθηκαν με δύο ρόδες κάθε είδους και με δύο χερούλια για να τεθούν στην υπηρεσία του εμπορίου και των αναγκών του καθενός;» αναρωτιόταν ο δημοσιογράφος Ε. Τζαμουράνης ήδη τον Δεκέμβριο 1941[2]. Σε κάθε γωνιά, στους εμπορικούς δρόμους, έξω από κάθε μαγαζί και στους σταθμούς υπήρχαν τέτοια αυτοσχέδια καροτσάκια. Το «Εκταιλούντε Μαιταφορέ» έδινε και έπαιρνε σε διάφορες εκδοχές και τα καρότσια, τα οποία οδηγούσαν συμπαθέστατα χαμίνια, μετέφεραν ακόμη και γερόντισσες και γέρους ανήμπορους.
Ανέσεις κασονιών
Τα καρροειδή κασσόνια γνώρισαν δυσάρεστες… δόξες. Δεν λειτουργούσαν όπως στα πρώτα χρόνια του Όθωνος, όταν οι Αθηναίες μεταφέρονταν στις εσπερίδες του αντιβασιλέα Άρμανσμπεργκ. Στα χρόνια της Κατοχής οι κομψές Αθηναίες των Κουπονιών, των Ποδαράδων, της Νέας Σμύρνης και των άλλων ακραίων περιοχών απολάμβαναν τις… ανέσεις των κασονιών και με τη βοήθεια του.. γκαζοζέν. Κάθε μέρα, γύρω από την κεντρική αγορά των Αθηνών, χιλιάδες άνθρωποι ξεχύνονταν προσπαθώντας να εξασφαλίσουν τα προς το ζην για τους ίδιους και την οικογένειά τους. Υπαίθριοι μικροπωλητές καταλάμβαναν τα πεζοδρόμια και μέρος των οδοστρωμάτων.
Μακάβριες μεταφορές
Απέραντος ήταν ο αριθμός των χειροκίνητων και αυτοσχέδιων καροτσιών που κυκλοφορούσαν ακατάπαυστα πάνω κάτω ολημερίς. Έτοιμα να πραγματοποιήσουν οιαδήποτε εξυπηρέτηση. Πολλές φορές και θλιβερό καθήκον. Είναι συγκλονιστική η μαρτυρία του Αντώνη Δούκα στο βιβλίο του «Ένα παιδί της Κατοχής θυμάται…»[3]. Καταγράφει μία εικόνα που είδε τον Αύγουστο του 1941, ανήμερα της εορτής της Παναγίας, στην πλατεία Ομονοίας. Συνάντησε δύο μικρά αγόρια, ξυπόλητα, ρακένδυτα και αδυνατισμένα από την πείνα, να κουβαλούν ένα καρότσι ξύλινο από εκείνα που είχαν μονάχα μία ρόδα μπροστά. Είχαν φορτωμένα δύο πτώματα, τα οποία προφανώς είχαν μαζέψει από κάποιο κοντινό πεζοδρόμιο. Το έσπρωχναν και οι δύο μαζί πηγαίνοντας λίγο παρακάτω που περίμεναν τα κάρα της δημαρχίας. Παρέδωσαν το φορτίο τους σε κάποιον υπεύθυνο και εκείνος τους έδωσε ένα κομμάτι ψωμί, προφανώς αντίτιμο του κόπου τους…
«Καρροτσουπόλεις»
Μεγάλη κίνηση από χειροκίνητα καροτσάκια που μετέφεραν ξύλα παρουσιαζόταν στην λεωφόρο Κηφισιάς. Δεν έλειψαν και τα παράπονα ότι έτρεχαν… αφηνιασμένα στην οδό Αδριανού βάζοντας σε κίνδυνο την σωματική ακεραιότητα των διαβατών. Τα ίδια συνέβαιναν όμως και στην πόλη του Πειραιώς. Στην πλατεία Ιπποδαμείας, κοντά στην γέφυρα του ηλεκτρικού σιδηρόδρομου, εκεί που άλλοτε άνθιζε το εμπόριο των παλαιών ειδών, παρατάσσονταν το 1942 εκατοντάδες καροτσάκια, δίτροχα και τετράτροχα. Κάθε πρωί από την ανατολή έως την δύση του ήλιου, το τμήμα αυτό του Πειραιά, παρουσίαζε εξαιρετικά ζωηρή κίνηση. Εκεί έφταναν, όσα λαχανικά υπήρχαν για κατανάλωση, από τις περιφέρειες του Αγίου Ιωάννου Ρέντη και του Μοσχάτου. Αλλά και ότι έφτανε με τα καΐκια από τα νησιά εκεί το εξέθεταν για πώληση. Δικαιολογημένα λοιπόν ο Γ. Άννινος έγραφε πως στην Κατοχή η Αθήνα και ο Πειραιώς είχαν μεταβληθεί σε «Καρροτσουπόλεις»[4].
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 16 Ιανουαρίου 2018.