Έλληνες ήρωες αθλητές στον πόλεμο του 1940

Αυτοί που έκοψαν το νήμα της νίκης στο μέτωπο

 Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

 Ο ανθυπολοχαγός Κρίτων Κονσουλίδης ήταν εμποδιστής, ο λοχαγός Φαβιέρος Κωνσταντινίδης ήταν οπλομάχος, ο στρατιώτης Κυριάκος Μαραντζούλης ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού Βόλου, ο ραδιοτηλεγραφητής Μίμης Πιερράκος ποδοσφαιριστής του Παναθηναϊκού. Ατελείωτος είναι ο κατάλογος των ανδρών που θυσιάστηκαν για την πατρίδα και ανήκαν στην μεγάλη οικογένεια του αθλητισμού. Μια οικογένεια που βρέθηκε, όπως ήταν φυσικό, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος όταν ξεσπούσε ο πόλεμος του 1940.

Η επιστολή του Γυμναστικού Συλλόγου ΗΡΑΚΛΗΣ (Θεσσαλονίκη) προς τους αθλητές του (1941).

Τότε η κρατική μηχανή ήταν «καλοκουρδισμένη». Επιστρατεύτηκαν όλοι στον υπέρ πάντων αγώνα. Το ίδιο και οι ηγεσίες του αθλητισμού, όπως εκφράζονταν από την Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων (σήμερα Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή), τον ΣΕΓΑΣ (Σύνδεσμος Ελληνικών Γυμναστικών και Αθλητικών Σωματείων), τις Ομοσπονδίες που τον αποτελούσαν και, κατ’ επέκταση τα Σωματεία όλης της χώρας.

Στη Νίκη!

Στις 28 Οκτωβρίου 1940, ταυτόχρονα με την στρατιωτική, κηρυσσόταν και «πνευματική επιστράτευσις» με κατευθύνσεις που καθορίστηκαν από την Ακαδημία και το Πανεπιστήμιο Αθηνών, σε συνεργασία με την «Διεύθυνση Πνευματικής Διαφωτίσεως» του υφυπουργείου Τύπου[1]. Μεταξύ άλλων, δόθηκαν και οδηγίες για τον τρόπο που μπορούσαν να συμβάλουν οι αθλητικές δυνάμεις στον αγώνα της πατρίδας. Εξάλλου, ο ανθός της ελληνικής νεολαίας, οι πλέον καλογυμνασμένοι άνδρες, προέρχονταν από τα αθλητικά σωματεία και η εμψύχωσή τους απασχόλησε τις αρχές. Οι αποφάσεις λήφθηκαν σε σύσκεψη που συμμετείχαν ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ και ο πρωθυπουργός Ι. Μεταξάς και περιελάμβαναν σειρά δραστηριοτήτων προς δύο κατευθύνσεις, το εσωτερικό και το εξωτερικό.

Το χειρόγραφο του Ευάγγελου Μοιρόπουλου.

Προς το εσωτερικό δόθηκαν οδηγίες ώστε όλοι οι αθλητικοί φορείς να αποστείλουν εμψυχωτικές εγκυκλίους, προσωπικές επιστολές, επιστολικά δελτάρια κ.ά. προς κάθε αθλητή ξεχωριστά. Δεν γνωρίζουμε το περιεχόμενο όλων των επιστολών, αλλά όσες σώζονται αποκαλύπτουν το μεγαλείο των ημερών. Όπως η επιστολή που υπέγραφε ο πρόεδρος του ΣΕΓΑΣ Μ. Ρινόπουλος, η οποία ανέφερε: «Σε μας τους Έλληνας έλαχε ο κλήρος ν’ αποδείξουμε σ’ όλο τον κόσμο πως ένα μικρό και ίσως φτωχό κράτος, μπορεί να τα βγάλη πέρα με μια μεγάλη δύναμι. Όταν ο λαός του δεν ανέχεται να εξευτελίζεται, όταν ο λαός του έχει κρυμμένα στα βάθη της ψυχής του εκείνους τους θησαυρούς που εδόξασαν έναν Αχιλλέα, έναν Κολοκοτρώνη, μία Μπουμπουλίνα… Παιδιά, μία είναι η ευχή μας και η ευχή όλων των Ελλήνων, των πατεράδων, των μητέρων, των παιδιών σας, των αδελφών σας, των κοριτσιών σας, ΣΤΗ ΝΙΚΗ»[2]!

Ευάγγελος Μοιρόπουλος.

Κάπου στην Αλβανία…

Ταυτοχρόνως όσοι είχαν τη δυνατότητα, έπρεπε να στέλνουν δέματα με χρήσιμα είδη όπως φανέλες, σκελέες, κάλτσες και ξυριστικά είδη. Ακολούθησαν πρωτόγνωρες αντιδράσεις και εγράφησαν, από τα χέρια των ηρώων μαχόμενων αθλητών, μοναδικές επιστολές που είναι διεσπαρμένες σε διάφορα αρχεία. Όπως αυτήν που έγραψε, τον Μάρτιο του 1941, ο Ευάγγελος Μοιρόπουλος, ο γνωστός αθλητής στίβου, εμποδιστής και βολεϊμπολίστας και αργότερα σπουδαίος αθλητικός παράγων που υπηρετούσε στον 1ο Λόχο του Τάγματος Χιονοδρόμων. Απαντούσε λοιπόν στην επιστολή που του είχε στείλει ο πρόεδρος της ομάδας του, του Εθνικού Γ.Σ.: «Να είσθε όλοι βέβαιοι ότι εδώ στα χιονισμένα βουνά, στις πρώτες γραμμές του μετώπου, δεν σκεπτόμεθα τίποτ’ άλλο παρά πως θα γυρίσωμε νικηταί, αφού διώξωμε πολύ σύντομα τους βρωμοϊταλούς και τους ρίξωμε στη θάλασσα»[3]!

Λεπτομέρεια από επιστολικό δελτάριο του Ηλία Μισαηλίδη.

«Εμπρός να κόψωμε το νήμα της Νίκης», έγραφε στις 25 Φεβρουαρίου 1941 από το μέτωπο ο γνωστός Ηλίας Μισαηλίδης, ο οποίος τότε ήταν 27 ετών και υπηρετούσε σε ορεινό νοσηλευτικό τμήμα[4]. Όταν επέστρεψε από το μέτωπο, ανέπτυξε κοινωνική και εθνική δράση συμμετέχοντας στην ίδρυση της «Ένωσης Ελλήνων Αθλητών». Ίδρυσε και συνεταιρισμό για τη διανομή επισιτιστικής βοηθείας και ιατρικής περίθαλψης σε αναξιοπαθούντες αθλητές. Υπήρχαν αυστηρές οδηγίες και απαγορευόταν στους στρατευμένους να αποκαλύπτουν που βρίσκονταν, σε ποιες μονάδες υπηρετούσαν ή να αναφέρονται σε στρατιωτικές επιχειρήσεις. Οπότε, σε πολλές επιστολές διαβάζουμε το περίφημο «Κάπου στην Αλβανία»!

«Θα γυρίσω Νικητής»!

Έτσι ξεκινούσε την επιστολή του και ο Γιάννης Παλαμιώτης, από τις σημαντικότερες μορφές του στίβου της προπολεμικής περιόδου, όταν ήταν αθλητής του Γυμναστικού Συλλόγου Τρικάλων. Υπηρετούσε στο μέτωπο, ως δεκανέας σε Λόχο Διαβιβάσεων και στις 21 Μαρτίου 1941 έγραφε: «Είμαι βέβαιος πως κι αυτή τη φορά θα δοξάσω τα χρώματα της αγαπημένης μας Ελλάδος και θα γυρίσω ΝΙΚΗΤΗΣ κοντά σας»[5]! Πράγματι επέστρεψε νικητής και μεταπολεμικά συνέχισε τις δραστηριότητές του ως αθλητής του Παναθηναϊκού.

Ο 36χρονος εβραϊκής καταγωγής Έλληνας ποδοσφαιριστής και κορυφαίος δρομέας του Ηρακλή Θεσσαλονίκης Αλβέρτος Ναμίας, έγραφε στις 21 Μαρτίου 1941: «Σας βεβαιώνω ότι ουδέποτε επαύσαμεν ούτε θα παύσωμεν ποτέ, μέχρι ΤΕΛΙΚΗΣ ΝΙΚΗΣ, να αγωνιζόμεθα με αυταπάρνησιν, με φανατισμόν, ίνα φανώμεν άξιοι των ηρώων προγόνων μας»[6]. Ο Ναμίας, αφού τραυματίστηκε στο αλβανικό μέτωπο, επέστρεψε στην Θεσσαλονίκη. Το 1942 ο ήρωας της Θεσσαλονίκης συνελήφθη από τους Γερμανούς λόγω της εβραϊκής καταγωγής του και από τότε αγνοείται η τύχη του.

Η επιστολή του Παλαμιώτη.

Γαζώνω…

«Τώρα τα ματωμένα πόδια μου με κρατούν δεμένο στο κρεβάτι και ίσως μου εμποδίσουν την αθλητική προσπάθεια. Δεν πειράζει όμως γιατί αγωνίσθηκαν τον πιο όμορφο και δοξασμένο αγώνα για την πατρίδα και την λευτεριά», έγραφε τραυματίας πια ο θρυλικός Νικόλαος Καψοκέφαλος, αθλητής της ΑΕΚ και μεταπολεμικά πρόεδρος της Ομοσπονδίας Ποδηλασίας[7]. Ο αθλητής του Εθνικού Γ.Σ., δρομέας και πρωταθλητής Νικόλαος Νίτσας έγραφε πως θα έκανε μια ωραία κούρσα μέχρι τη θάλασσα όπου θα έριχνε τον εχθρό! «Γαζώνω καλά με το πολυβόλο μου και στην υγειά σας θα ρίξω τώρα μια ταινία απέναντι στους φρατέλλους», ανέφερε σε επιστολή του ο Δημήτρης Στρουμπούλης[8].

Εντυπωσιάζουν σε πολλές περιπτώσεις το πνεύμα και η διαύγεια και η διάθεση που είχαν στρατιώτες που βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή του πυρός. Όπως ο δρομέας μεγάλων αποστάσεων Αθανάσιος Ραγάζος του Γυμναστικού Συλλόγου Αλμυρού Βόλου, ο οποίος σημείωνε πως «φοβούμαι ότι οι αντίπαλοί μας με ενίκησαν εις τον δρόμον, φεύγοντες»[9]! Ενώ στις 2 Απριλίου 1941, από το μέτωπο που υπηρετούσε ως στρατιώτης του Γ΄ Υγειονομικού Όρχου, ο Δημήτριος Βελαρίδης ζητούσε «εάν είναι δυνατόν να μας αποστείλετε μία μπάλα και δίχτυ volleyball (πετόσφαιρα) ίνα κατά τας ώρας της αναπαύσεώς μας ασχολούμεθα και με την ψυχαγωγία μας»[10]!

Η εκστρατεία της «πνευματικής επιστράτευσης», που κηρύχθηκε στις 28 Οκτωβρίου 1940 στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία, όπως μαρτυρούν τα αποτελέσματα και τα σωζόμενα τεκμήρια. Βεβαίως, όταν τέλειωσε ο αγώνας, ο απολογισμός ήταν δραματικός, με εκατοντάδες νεκρούς και τραυματίες αθλητές. Οι δεκαετίες περνούν και δεν έχουν ακόμη δημοσιευτεί τα τεκμήρια και οι πληροφορίες που θα αποκαλύψουν, αφενός τα ονοματεπώνυμα και τη συμβολή των ηρώων αθλητών στον πόλεμο, και, αφετέρου, το ψυχικό μεγαλείο που διέθεσε στην πατρίδα η νεολαία με τα σμιλεμένα από τη γυμναστική κορμιά.

Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 25 Οκτωβρίου 2015