Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Αφού το σταφύλι υπήρξε από τα κυριότερα προϊόντα του τόπου μας, ανάλογες ήταν οι λαϊκές δοξασίες και τα έθιμα που το συνόδευαν. Άλλα έθιμα και δοξασίες τηρούνταν όταν ωρίμαζαν τα πρώτα σταφύλια και ήταν έτοιμα για κατανάλωση και άλλα όταν παραωρίμαζαν και έφταναν στην εποχή του ευλογημένου τρύγου. Η εποχή του τρύγου έχει περιγραφεί και υμνηθεί. Διαθέτουμε πλούσια και σημαντικά κείμενα, από την αρχαιότητα ακόμη, για τα τρυγήματα και τους τρύγους. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για την εποχή που ωρίμαζε το πρώτο σταφύλι, παρά το γεγονός ότι μέχρι πριν λίγες δεκαετίες ακόμη στην Αττική -και ιδιαίτερα στην Αθήνα- συνεχιζόταν προσαρμοσμένο στη χριστιανική πραγματικότητα το πανάρχαιο έθιμο των «απαρχών», όπως αποκαλούνταν οι πρώτοι ώριμοι καρποί που προσφέρονταν στους θεούς.
Στις εκκλησίες
Όπως διέσωσε ο Καθηγητής Παν. Τρεμπέλας, η Εκκλησία μας υιοθέτησε τις αρχαίες «απαρχές» όχι με τη μορφή θυσίας αλλά προσφοράς, που αποστελλόταν στον οίκο του επισκόπου και των πρεσβυτέρων. Αργότερα άρχισαν οι «απαρχές» να προσάγονται στις εκκλησίες και στις 6 Αυγούστου να διαβάζεται από τους ιερείς ιδιαίτερη ευχή για να καταξιώσει ο Θεός «τοις αιωνίοις θησαυροίς εναποθέσθαι ταύτα»[1]. Και η λαϊκή σοφία φρόντιζε με ένα δίστιχό της να ειδοποιεί: «Τζίτζικας ελάλησε/ μαύρη ρώγα γυάλισε».
Αλλά επειδή προφανώς δεν ήταν δυνατόν o τζίτζικας να ξεκινά πάντα την ίδια ημέρα, οι παλιοί Αθηναίοι υπολόγιζαν επίσημα ως ημέρα της αρχής των σταφυλιών τη γιορτή του Σωτήρος, δηλαδή την 6η Αυγούστου. Μέχρι εκείνη την ημέρα, ένας άγραφος νόμος απαγόρευε στους παλαιούς Αθηναίους να καταναλώνουν σταφύλια. Και η απαγόρευση ίσχυε μέχρι την παραμονή της γιορτής, οπότε και δοκίμαζαν τα σταφύλια για να γιορτάσουν ανήμερα του Σωτήρος το γεγονός.
Κάθε οικογενειάρχης που είχε κτήματα στην Αθήνα πήγαινε την παραμονή στ’ αμπέλια με όλη τη φαμίλια του. Μπροστά εκείνος με το γαϊδουράκι και πεζοί πίσω οι υπόλοιποι. Ο νοικοκύρης έκοβε τα καλύτερα και πιο ώριμα σταφύλια και οι άλλοι του εύχονταν: «Και του χρόνου! Και καλά κρασιά!»[2]. Από τα διαλεγμένα σταφύλια, τα ωραιότερα έμπαιναν σε καλαθάκι, ενώ τα υπόλοιπα κατανάλωνε η οικογένεια, σε κατάσταση ευθυμίας, με χαρές και παιχνίδια. Αυτή η γιορτή ήταν αυστηρά οικογενειακή. Τον χορό έσερνε η μεγαλύτερη κόρη του κτηματία, ενώ η γιορτή είχε το δικό της τραγούδι: «Ήρθε πάλι ο Αύγουστος/ στα ολοπράσινα ντυμένος/ κι όλους κοιτάει γελαστός/ μήνας ευτυχισμένος. / Ήρθε πάλι ο Αύγουστος / σταφύλια φορτωμένος σ’ όλους μοιράζει απ’ αυτά /με ρόδα ραντισμένος»[3].
Την επομένη, του Σωτήρος, η οικογένεια πήγαινε στην εκκλησία κομίζοντας «προσφορές». Κουβαλούσε κρασί, λάδι και λιβάνι, αλλά κυρίως το καλαθάκι με τα πρώτα διαλεχτά σταφύλια.
Η ευλογία
Ο οικογενειάρχης άφηνε το καλάθι μπροστά στην εικόνα του Χριστού, ενώ ο παπάς το ευλογούσε στο τέλος της λειτουργίας, παρακαλώντας τον Θεό για πλούσια σοδειά.
Κάθε οικογενειάρχης έπαιρνε το αντίδωρο και το καλάθι, άφηνε λίγα σταφύλια στον ιερέα και γύριζε στο σπίτι, όπου όλοι εύχονταν «καλή σοδειά» και κατανάλωναν τα «πρωτοστάφυλα». Ανταλλάσσονταν ευχές και οι επισκέπτες απολάμβαναν τα νέα σταφύλια και καλό παλιό κρασί που φυλασσόταν στο κατώγι.
Οι αρραβωνιασμένοι εκείνη την ημέρα επισκέπτονταν το σπίτι της αρραβωνιαστικιάς. Η οικογένεια του κοριτσιού υποδεχόταν στην πόρτα την οικογένεια του νέου που φιλούσε τα χέρια των γονιών της. Τα αδέλφια έριχναν τριαντάφυλλα και εύχονταν κάθε ευτυχία. Τις παραδοσιακές αυτές γιορταστικές συνήθειες απεικόνισαν με τη γραφίδα τους και οι περιηγητές που επισκέπτονταν την Ελλάδα πριν από την Επανάσταση του 1821.
Η σκηνή συνεχιζόταν στο σπίτι του κοριτσιού, όπου οι διπλές ευχές για καλή σοδειά και καλή ζωή διαδέχονταν η μία την άλλη. Το νέο κορίτσι, αφού πρόσφερε φρέσκα σταφύλια, τράταρε τους επισκέπτες παλιό κρασί και ένα γλύκισμα που είχε φτιάξει με τα χέρια της. Στα σπίτια όλων των κτηματιών των Αθηνών δινόταν πλούσιο γεύμα στα μέλη της οικογένειας, χωρίς καλεσμένους. Ο γηραιότερος ευχόταν «νάναι καλή και μεγάλη η σοδειά».
Κατά το ηλιοβασίλεμα οι Αθηναίοι μαζεύονταν στις πλατείες και έσερναν τον χορό με συνοδεία ντόπιων οργάνων. Ο εορτασμός αυτός ήταν όμοιος με εκείνους των Κούλουμων και της Τρίτης του Πάσχα (Ρουσάλια). Τα κορίτσια φόραγαν τα καλύτερα φορέματά τους και ο χορός βαστούσε έως αργά τη νύχτα. Μετά στα σπίτια, το δείπνο ήταν εύθυμο και ακούγονταν και κλέφτικα τραγούδια που έσχιζαν την ησυχία μέχρι τα μεσάνυχτα.
Το τέλος
Τα έθιμα της 6ης Αυγούστου τηρούνταν αυστηρά στην Αθήνα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Διατηρήθηκαν και για κάμποσα χρόνια μετά την απελευθέρωση. Σχεδόν στερεότυπα όλο τον 19ο αιώνα οι εφημερίδες έγραφαν την είδηση: «Σήμερον εις τους ναούς ευλογούνται αι ευλογημέναι σταφυλαί και αναγινώσκεται υπό του ιερέως η ωρισμένη ευχή. Κατά το έθιμον διανέμονται τοις εκκλησιαζομένοις ολίγοι βότρυς μετά την ανάγνωσιν της ευχής»[4]. Το όμορφο έθιμο της γιορτής των πρώτων σταφυλιών κρατούσε ακόμη τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Χάθηκε ήρεμα, μαζί με τους κτηματίες της, που είχαν και καλλιεργούσαν τα αμπέλια τους στην ευλογημένη γη.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 6 Αυγούστου 2013