Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Από τις σημαντικότερες και πληρέστερες απογραφές που έχουν πραγματοποιηθεί έως σήμερα στη χώρα μας, ήταν εκείνη του 1928. Πλήθος πρωτοποριακών διοικητικών μεθόδων χρησιμοποιήθηκαν σε εκείνη την απογραφή. Ανάμεσά τους και η πρώτη οργανωμένη αεροφωτογράφηση των Αθηνών και ολόκληρης σχεδόν της Αττικής! Με το πέρασμα των χρόνων, το γεγονός αυτό ξεχάστηκε. Η εντυπωσιακή ασυνέχεια στις δημόσιες υπηρεσίες, έριξε στη λήθη τους πρωταγωνιστές της επιτυχημένης προσπάθειας.
Ωστόσο, ακόμη και σήμερα, υπηρεσίες, τεχνικοί, ιστορικοί κ.ά. χρησιμοποιούν το εξαιρετικό υλικό, «του Λαμπαδάριου» όπως το αποκαλούν. Χωρίς ταυτοχρόνως να γνωρίζουν πως και γιατί έγιναν οι μοναδικές αυτές φωτογραφικές λήψεις. Τον Μάϊο 2011, λόγω της απογραφής που διεξαγόταν και μέσω του Τύπου, κάναμε την ιστορική αυτή ανακοίνωση, αποκαλύπτοντας το ιστορικό της πρώτης εκείνης απογραφικής αεροφωτογράφησης που πραγματοποίησε το Ελληνικό Δημόσιο.
Η απόφαση
Για την πραγματοποίηση της απογραφής του 1928 χρειαζόταν ένας ενημερωμένος χάρτης, όχι μόνον της πόλεως των Αθηνών, αλλά και ολόκληρης της Αττικής. Έναν παλαιό χάρτη διέθετε ο Δήμος Αθηναίων αλλά κρινόταν ατελέστατος και αγνοούσε τελείως τη νέα διαμόρφωση της πρωτεύουσας και την επέκτασή της προς όλες τις κατευθύνσεις. Η ραγδαία ανάπτυξη των Αθηνών και του Πειραιώς είχε δημιουργήσει συνοικισμούς και περίχωρα ακατάγραφα στους τοπογραφικούς χάρτες που είχαν καταρτισθεί μέχρι τότε. Απόπειρα για συμπλήρωση των χαρτών αυτών θα σήμαινε αναβολή της απογραφής σχεδόν για μία δεκαετία, ώστε η τοπογραφική υπηρεσία να καταρτίσει έναν συγχρονισμένο χάρτη. Κάτι τέτοιο όμως πριν από τόσα χρόνια θεωρείτο αδιανόητο αφού εκλαμβανόταν ως διοικητική ήττα.
Προκρίθηκε λοιπόν η εφαρμογή της τοπογραφήσεως από αέρος, προκειμένου να καταρτισθούν ακριβέστατοι τοπογραφικοί χάρτες, οι οποίοι αργότερα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και γι’ άλλους σκοπούς, όπως το ρυμοτομικό σχέδιο ή το κτηματολόγιο των Αθηνών. Το πρόβλημα έφτασε στα ανώτατα κυβερνητικά κλιμάκια και τη λύση κλήθηκαν να δώσουν ο τότε υπουργός Γεωργίας Αλέξανδρος Παπαναστασίου και ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας Νικόλαος Βελέντζας. Αποφάσισαν λοιπόν από κοινού να αναλάβουν το ρίσκο και να δώσουν εντολή να καταρτισθεί ένας λειτουργικός τοπογραφικός χάρτης των Αθηνών και του Πειραιώς με το σύστημα της αεροφωτογράφησης. Ο Τύπος και η κοινή γνώμη σατίριζαν τις προτάσεις των τεχνοκρατών και των υπηρεσιακών παραγόντων αφού δεν μπορούσαν να φανταστούν πως είναι δυνατόν, με μία πτήση πέντε χιλιάδων μέτρων, να φωτογραφηθεί έκταση 120.000 στρεμμάτων.
Οι πρωταγωνιστές
Εν πάση περιπτώσει η πολιτική απόφαση λήφθηκε και στην επιχείρηση συμμετείχαν η Τοπογραφική Υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, καθώς και αεροσκάφη από τα αεροδρόμια του Φαλήρου και του Τατοΐου. Η γενική διεύθυνση της επιχείρησης ανατέθηκε στον διευθυντή της Τοπογραφικής Υπηρεσίας του υπουργείου Συγκοινωνιών και διευθυντή του Πολυτεχνείου Δημήτριο Λαμπαδάριο, ενώ εκ μέρους της Στατιστικής Υπηρεσίας συμμετείχε ο διευθυντής της Ι. Μιχαλόπουλος. Συμμετείχε επίσης ο Ανδρέας Σώκος, ο οποίος λίγο αργότερα ανέλαβε και την διεύθυνση της Αεροφωτογραφικής Υπηρεσίας.
Τα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει η εφαρμογή μιας τέτοιας πρωτοποριακής προσπάθειας ήταν πολλά και μεγάλα. Ακόμη και για τα διεθνή δεδομένα ήταν πρωτοποριακή η απόφαση να χρησιμοποιηθεί η αεροφωτογράφηση για τους σκοπούς της απογραφής. Για τις ανάγκες χρησιμοποιήθηκε ειδικά κατασκευασμένη κινηματογραφική μηχανή Μέστερ, γερμανικής προέλευσης. Τέτοιες μηχανές είχαν χρησιμοποιηθεί κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου από τους Γερμανούς με εντυπωσιακά αποτελέσματα.
Τα τεχνικά στοιχεία
Η μηχανή αυτή τοποθετήθηκε σε αεροσκάφος (ΔΗ9 υπ’ αριθ. 99) της Ναυτικής Αεροπορικής Υπηρεσίας. Κινείτο με ηλεκτρικό κινητήρα, χρησιμοποιώντας ρεύμα από γεννήτρια (ηλεκτροπαραγωγική μηχανή) που είχε στερεωθεί στην πτέρυγα του αεροπλάνου και ήταν εφοδιασμένη με περιστρεφόμενο έλικα. Η λειτουργία της μηχανής ήταν αυτόματη, οπότε ήταν περιττός ακόμη και ο παρατηρητής. Εν τούτοις, η Τοπογραφική Υπηρεσία χρησιμοποίησε ως παρατηρητή τον ειδικευμένο υπάλληλό της Hans Dyckoff.
Ο τελευταίος παρακολουθούσε τη λειτουργία της μηχανής και φρόντιζε να τη ρυθμίζει κατά την διάρκεια της πτήσης. Ολόκληρο επιτελείο ανέλαβε την υλοποίηση του εγχειρήματος. Τέσσερις έμπειροι πιλότοι συμμετείχαν διαδοχικά στις πτήσεις και ήταν: ο πλωτάρχης Βασιλούης, ύπαρχος του αεροδρομίου Τατοϊου και οι Γρηγοριανόπουλος, Μοσχοβίνος και Μπούκας. Επόπτες των πτήσεων ανέλαβαν οι διοικητές των αεροδρομίων Τατοϊου και Φαλήρου Γουδής και Ζαροκώστας.
Η υλοποίηση
Οι πτήσεις έγιναν σε ύψος 3000 ποδών (περίπου 900 μέτρων) πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και χρησιμοποιήθηκαν συνολικά εννέα κινηματογραφικές ταινίες περίπου μισού χιλιομέτρου. Η έκταση που τοπογραφήθηκε εκτιμήθηκε στα 150 τετραγωνικά χιλιόμετρα περίπου και άρχιζε από τα Λιόσια και το Χαλάνδρι για να φθάσει μέχρι τη Γλυφάδα και το Αιγάλεω. Δηλαδή περιλάμβανε την Αθήνα, τα Φάληρα, τον Πειραιά, τα προάστια, τα περίχωρα και όλους τους συνοικισμούς.
Σε ειδικές εγκαταστάσεις που έγιναν στο αεροδρόμιο του Φαλήρου, έγινε η εμφάνιση των κινηματογραφικών ταινιών, η ξήρανσή τους και η παραγωγή αντιτύπων. Τα αντίτυπα αυτά συγκολλήθηκαν στο Τοπογραφικό Παράρτημα του Υπουργείου Συγκοινωνιών, οπότε καταρτίσθηκε ο τοπογραφικός χάρτης της επιφάνειας. Κατορθώθηκε, σε βραχύτατο για τα μέτρα της εποχής, χρονικό διάστημα η πιστή και λεπτομερής απεικόνιση της πραγματικής κατάστασης του λεκανοπεδίου της Αττικής χωρίς να παραληφθεί ακόμη και η μικρότερη κατοικία, ή ο μικρότερος μαντρότοιχος.
Υπηρεσία Αεροφωτογράφησης
Πάνω σε εκείνους τους τοπογραφικούς χάρτες, ουσιαστικά στη φωτογραφημένη πραγματικότητα της γης, υπάλληλοι του υπουργείου Συγκοινωνιών και των δήμων Αθηνών και Πειραιώς σχεδίασαν τους απογραφικούς τομείς. Για κάθε τομέα ορίστηκε ένας προϊστάμενος, κατά προτίμηση μηχανικός, έχοντας στις διαταγές του περίπου δεκαπέντε απογραφείς, ανάλογα τις τοπικές συνθήκες. Κάθε απογραφέας προοριζόταν να απογράψει 150-200 κατοίκους, ενώ ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στις προσφυγικές εγκαταστάσεις, όπου τοποθετήθηκαν ως προϊστάμενοι οι εμπειρότεροι μηχανικοί. Εφοδιασμένοι με το απόσπασμα του χάρτη είχαν λεπτομερείς οδηγίες για προσεκτική απογραφή. Έτσι, εξασφαλίστηκε η επιτυχία της.
Το μέλλον της Υπηρεσίας Αεροφωτογράφησης υπήρξε λαμπρό. Λίγα χρόνια αργότερα παρουσίαζε φωτογραφημένη τη Βέροια, μια πόλη με πενήντα χιλιάδες κατοίκους εκείνη την εποχή, να καταλαμβάνει μόλις το ένα τέταρτο μιας φωτογραφικής πλάκας. Εξάλλου, η φωτογράφιση όλης της χώρας από το αεροπλάνο έλυνε με τον απλούστερο τρόπο το κτηματολόγιο που άργησε επί τόσες δεκαετίες να εφαρμοστεί. Εδάφη απρόσιτα, βραχώδεις περιοχές, ορεινά τμήματα, πανύψηλες κορυφές δεν είχαν πλέον άγνωστες πτυχές. Και όπως έγραφε εντυπωσιασμένος ο Π. Παλαιολόγος «αν ο Ολυμπος διετήρει ακόμη τους θεούς του, τα ερωτικά των μυστικά θα εκυκλοφόρουν ευρύτατα μεταξύ των κοινών θνητών εις λαθραία καρτ ποστάλ»!