Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Συνεχίζοντας τις διαδρομές μας στους τουριστικούς προορισμούς της δεκαετίας 1930, επισκεπτόμαστε την Κούλουρη, όπως σχεδόν όλοι αποκαλούσαν τη Σαλαμίνα. Είχαν περάσει πλέον τα χρόνια, όταν οι κάτοικοι των Αθηνών θεωρούσαν επικίνδυνη τη διαδρομή, έστω κι αν περνούσαν απέναντι με βάρκα από το Πέραμα, δηλαδή από το πιο κοντινό μέρος. Εξ ου και η λαϊκή ρήση «επήγε η ψυχή μου στην Κούλουρη». Τα ισχυρά θαλάσσια ρεύματα όμως, τα οποία προκαλούσαν σε πολλούς δισταγμούς, ήταν εκείνα που βάφτιζαν τη Σαλαμίνα ως το πιο δροσερό νησί του Σαρωνικού. Γι’ αυτό, από τα πολύ παλιά χρόνια, πολλοί κάτοικοι του Πειραιά και της Αθήνας επέλεγαν τη Σαλαμίνα για να παραθερίσουν.
Η πρωτεύουσα Κούλουρη, τα Αμπελάκια, τα Παλούκια, τα Σελήνια, το Καματερό και η Φανερωμένη θεωρούνταν το καλοκαίρια πραγματικά παραρτήματα των Αθηνών και του Πειραιά. Στις αρχές της δεκαετίας ’30 τα Παλούκια και το Καματερό είχαν τη μεγαλύτερη ανάπτυξη. Στα πρώτα, εκεί όπου υπήρχαν μόνο δύο μαγαζάκια, συνοικίστηκαν πολλές οικογένειες και από σκάλα της Κούλουρης, τα Παλούκια μετατράπηκαν σε θέρετρο. Έκπληξη προκαλούσε και η πρόοδος του Καματερού. Εκεί όπου έβρισκε κανείς μόνο μερικούς ψαράδες, λίγα χαμόσπιτα στη βραχώδη ακτή και μια ταβερνούλα, εντός λίγων ετών οι τιμές των οικοπέδων είχαν φτάσει τις αντίστοιχες των Αθηνών[1]!
Μέχρι τότε, ιδιαίτερα τη δεκαετία 1920, μια παρέα δημοσιογράφων και νεανικών παρεών της εποχής, σύχναζε στο Καματερό. Αυτοαποκαλούνταν «Οι άγριοι του Σαρωνικού» και προκαλούσαν εντύπωση στους λιγοστούς κατοίκους, τριγυρνώντας ημίγυμνοι στην ακτή, κάνοντας μπάνιο, ψαρεύοντας, τρώγοντας φορώντας μαγιό, παίζοντας πόκερ μέχρι την αυγή και θορυβώντας. Μία μεγάλη λυχνία στο σπιτάκι που νοίκιαζαν συναγωνιζόταν σε λάμψη τον Φάρο της Ψυτάλλειας! Από τότε άρχισε η φήμη των Παλουκιών, μέσω του έντυπου και προφορικού λόγου. Ο γνωστός οδοιπόρος Δ. Χατζόπουλος, φρόντιζε με δημοσιεύματά του να κάνει γνωστή την πανέμορφη εκείνη γωνιά της Κούλουρης.
Τα βαποράκια που έκαναν την συγκοινωνία Πειραιάς – Παλούκια, μονιμοποίησαν την προσέγγισή τους στο Καματερό έτσι ώστε όλο και περισσότερες παρέες επισκέπτονταν Σαββατοκύριακα την περιοχή. Χτίστηκαν τα πρώτα εξοχικά σπίτια από Πειραιώτες. Μάλλον με ταχύ ρυθμό άρχισαν να αυξάνουν ανεβαίνοντας στην πλευρά του βουνού, την οποία ξεπέρασαν και έφτασαν να σμίξουν με τα Αμπελάκια[2]! Βεβαίως η κοντινή απόσταση από την Αθήνα και η υπέροχη δροσιά ήταν οι δύο κύριοι παράγοντες ανάπτυξής τους. Αλλά και τα Σελήνια αναπτύχθηκαν εντυπωσιακά. Στην ακτή υπήρχε μόνον ο Άγιος Νικόλαος, το εκκλησάκι που συντρόφευε τη μοναχική περιοχή. Δυο τρεις ψαράδες που πήγαιναν έως εκεί γοητεύτηκαν από την ακτή και άρχισαν να κτίζουν τα εξοχικά τους.
Κάποιοι τους μιμήθηκαν και σύντομα τα Σελήνια μετατράπηκαν σε θερινό θέρετρο, το οποίο εντέλει συνδέθηκε ακτοπλοϊκά απευθείας με τον Πειραιά. Καθένας που έκτιζε το σπιτάκι του, τη δική του «έπαυλη», στα Σελήνια, φρόντιζε να της δώσει και όνομα. Χαραυγή, Γαζία, Αηδόνια, Χρυσαλλίς, Ανεμώνη κ.ά. Το 1920 ήδη υπήρχαν ήδη είκοσι εξοχικά σπίτια, με μεγαλύτερο του Διαμαντίδη. Δέκα χρόνια αργότερα τα σπίτια είχαν αυξηθεί, υπήρχαν καφενεία, εστιατόρια, εδωδιμοπωλεία, ολόκληρος οικισμός.
Ωστόσο, η Μονή Φανερωμένης, αποτελούσε ίσως τον σημαντικότερο πόλο έλξης του νησιού. Τριγύρω αναπτύσσονταν κατασκηνώσεις. Οικογένειες, μικρές και μεγάλες παρέες, αλλά και η ΧΑΝ είχαν τις δικές τους κατασκηνώσεις. «Κατήντησε όχι εξοχή πλέον, αλλά συνοικία των Αθηνών και του Πειραιώς», διαπίστωνε το 1933 ο ιδιότροπος Δ. Χατζόπουλος. Πολλοί όμως ήταν εκείνοι που προτιμούσαν να παραθερίσουν πιο ψηλά στη Μονή του Αγίου Νικολάου με τους υπέροχους πευκώνες και το υγιεινό κλίμα[3].